Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

εκεί πολυτεχνείο..εδώ?


Σαράντα χρόνια είναι πολλά για καταναγκαστικές γιορτές. Δε θέλω να γιορτάσω άλλο. Ποτέ δεν ήθελα... τώρα δεν αντέχω. Μου τα είπατε στα σχολεία. Μου τα μάθατε δια της βίας με εφημερίδες και κανάλια. Αλλά μεγάλωσα και δε μπορώ άλλες ημέρες μνήμης, ειδικά τώρα που, τριάντα οκτώ χρόνια μετά, ακόμα περιμένω μια ημέρα ευθύνης. Εντάξει με τη μνήμη της γενιάς μου, την κατασκευάσατε όπως θέλατε, κόβοντας όλες τις ενοχλητικές παρανυχίδες, διαλύοντας κάθε κακόβουλη αμφιβολία με σωρούς από κόκκινα γαρύφαλλα και τραγούδια χελιδόνια και μνημόσυνα σε κενοτάφια. Με την ευθύνη της δικής σας της γενιάς τι θα γίνει? Θα προσπαθήσει έστω, κάποιος από τις συντονιστικές επιτροπές σας , αν όχι να την αναλάβει, τουλάχιστον να την επισημάνει? να βγαίνει μία φορά το χρόνο –καλή ώρα σαν τη γιορτή σας- στις...22 Ιουνίου, σε εθνικό δίκτυο και να λέει μια λέξη?  ένα "Αποτύχαμε" ?
Ποτέ δεν είναι αργά....αλλά τώρα είναι. Σε δέκα χρόνια θα πεθάνετε όλοι. Μαζί θα πούμε αντίο και στους ήρωές σας. Αυτούς που - ευτυχώς ή δυστυχώς- δε θα καθήσουνε ποτέ δίπλα σε Καποδίστριες Λεωνίδες και Κολοκοτρώνηδες, σε Σπύρους Λούηδες και Γιαλοψούς, σε Σολωμούς και Ισαάκ.Γιατί όλοι αυτοί έχουν όνομα. Και δε θα φταινε αυτοί που εσείς γεμίσατε μουντζούρες μια ιστορία την οποία -είτε από χαρά, είτε από τρέλα για δόξα και εξουσία, είτε από ματαιοδοξία- βιαστήκατε να γράψετε στο γόνατο, αγνοώντας πως  αυτή γράφεται από μόνη της. Αν είναι  βλάσφημα και ασεβή όλα αυτά, από μια γενιά που δεν έμαθε να εξεγείρεται σαν τη δική σας, αλλά την μάθατε  να «πολεμάει» όπως εσείς, με μίζες, ρουσφέτια και κομματικές ταυτότητες, μπορεί να είναι γιατί έγινα χοντρόπετσος, συνηθισμένος σε θανάτους όχι και τόσο «ηρωικούς», πεζούς, από φωτιά ή ξύλο, από ασφυξία σε φλεγόμενα κτίρια τραπεζών, από συρράξεις με κουκουλοφόρους και «γνωστούς αγνώστους», δικής σας επινόησης και κατασκευής, γεννημένους μέσα απ’την πόρτα του πολυτεχνείου σας.
Μη με ξανακαλέσετε παρακαλώ σ’αυτή σας τη γιορτή. Για τα επόμενα επτά-οκτώ χρόνια που θα έχετε ακόμα μούτρα να τη διοργανώνετε, αγνοήστε με. Εμένα και κάποια εκατομμύρια Έλληνες ακόμη που περιμένουμε πως και πως να φύγετε, για να ξεχάσουμε αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί. Αφού δε μάθατε ακόμη να ντρέπεστε για ό,τι κάνατε, τουλάχιστον μη μου ζητάτε να το γιορτάζουμε παρέα. Γιατί όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, κι ακόμη κι αν όσα λέτε ότι γίνανε εκείνες τις μέρες είναι αλήθεια, ακόμη πιο αλήθεια είναι όσα δεν έγιναν τα χρόνια μέχρι σήμερα. Όταν γυρίσει ο γιος μου απ’το σχολείο και μου πει για τη γιορτούλα τη σημερινή τους, δε ξέρω αν θα γελάσω ή θα οργιστώ, αν θα του προτάξω έναν αντίλογο ή αν θα βουλιάξω πιο πολύ στον καναπέ μου, αυτόν που μου αγοράσατε να κρύβω από κάτω τις αδυναμίες μου και τις βρομιές σας. Ξέρω όμως τι θα θυμάται και τι θα τον νοιάζει στα είκοσί του. Και δυστυχώς αυτό θα’ναι το πρώτο από τα τρία που δεν καταφέρατε ποτέ. Ψωμί. Την Ελευθερία την πουλήσατε, οριστικά και δια παντός, εσείς, ω τιμημένη του πολυτεχνείου γενιά, θύμα των ονειρώξεών σας για εξουσία.
Ναι, είμαι βλάσφημος και ασεβής, αφού έτσι σας βολεύει. Και το ’46 ήμουν αντάρτης στα βουνά. Και το ΄67 φασίστας βολεμένος, και το 81 ζιβάγκο και παιδί της αλλαγής. Αφού δε θέλατε να δείτε ότι είμαι αλήθειας, φορτώσατε ταμπέλες και ξενοιάσατε. Μόνο που δε μου απαντήσατε ακόμη πόσο σημασία έχει αν είμαι γιος του οδηγού που γκρέμισε την καγκελόπορτα ή αν ήταν ο πατέρας μου που πλακώθηκε πίσω από αυτήν.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

(παρένθεση


βαριές κουρτίνες,
δωμάτιο μισοσκότεινο
ζέστη και μυρωδιά από καπνό
και συ μπρούμυτα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι ακατάστατο
διαγώνια, με τις πατούσες σου μόνο να περισσεύουν απ’τη μια μεριά
και το δεξί σου χέρι από την άλλη
ένα απροσδιόριστο κομμάτι από σεντόνι
είναι τυλιγμένο σαν σύννεφο γύρω από τη μέση σου
και μια σκιά μόνο αφήνει ακάλυπτη
ίσα για να ανεβάζει τους σφυγμούς μου
είμαι στην άλλη άκρη του δωματίου
στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο
έχω πλάτη στο φως και δε μπορείς να δεις
παρά το περίγραμμα μου σκούρο
ενώ εγώ σε βλέπω ... εξονυχιστικά
γιατί για καλή μου τύχη
η δέσμη που τρυπώνει από τις κουρτίνες
είναι σαν προβολέας που εστιάζει στο κρεβάτι
...μια γραμμούλα από καπνό ξεκινάει από το χέρι σου
γίνεται μπλε περνώντας μέσα από το φως
και χάνεται όπως ανεβαίνει
αυτή τη γραμμή βλέπω από σένα,
το κομμάτι από σεντόνι που σε μισοσκεπάζει,
και τα μαλλιά σου λυτά στην πλάτη σου.
δε μιλάει κανείς μας γιατί δε χρειάζεται
εσύ ειδικά τα λες όλα
με μια κίνηση
καθώς, ψάχνοντας το ποτήρι σου με το κρασί
που ακούμπησες πριν από ώρα στο πάτωμα,
τινάζεις το κεφάλι σου ελαφρά,
ανακατεύοντας τη στήλη απ΄τον καπνό,
τεντώνεις το δεξί σου χέρι χαρτογραφώντας το χαλί με την παλάμη σου
και ανασηκώνεις ανεπαίσθητα το αριστερό σου πόδι
ελάχιστα, ίσα για να μεγαλώσεις λίγο την απόσταση
ανάμεσα στα γόνατά σου
να διώξεις το σεντόνι που σταμάταγε το βλέμμα μου
και να αφήσεις το φως να γλιστρήσει μέσα σου
μόνο για μια  σ τ ι γ μ ή.
..το βρίσκεις το ποτήρι σου
και μια γραμμούλα από, ζεστό πια, κρασί που έχει μείνει
ξεκινάει από το κρύσταλλο
περνάει των χειλιών σου τα σύνορα
και σχεδόν το ακούω να γαργαλάει τον ουρανίσκο σου..
δε γυρνάς να με κοιτάξεις
προφανώς γιατί γνωρίζεις πως κοιτάω εγώ και για τους δυο μας
και ακόμα πιο πολύ...
πετάς το άδειο σου ποτήρι στο χαλί
χαμογελάς και δε το βλέπω
απλά το μαντεύω από τους μύες στην πλάτη σου
που τραβούν , κάποια χιλιοστά, τους ώμους σου προς τα μπροστά…
στα μάτια μου ακόμα
-κατάληψη-
η στιγμούλα που το φως σε χάιδεψε ψηλά στους μηρούς
στα ρουθούνια μου ο καπνός
μπερδεμένος με το άρωμα απ’το δέρμα σου
στα μήλα των δακτύλων μου
εκτός από ένα μισό τσιγάρο
εκατομμύρια κύτταρα δικά σου
που τα συνέλεξα με τόσο πάθος και εμμονή
τις τελευταίες ώρες
και τα κρατάω σα θησαυρό
κολλημένα με δυνάμεις συνοχής με τα δικά μου..
όπως κάθομαι στην πολυθρόνα
έχω τα πόδια μου ανοιχτά
το αριστερό λυγισμένο στο γόνατο
με  όλο το πέλμα να ακουμπάει στο πάτωμα
και το δεξί τεντωμένο να στηρίζεται στη φτέρνα μου
το ένα μου χέρι κρεμασμένο έξω απ’το μπράτσο της καρέκλας
το κεφάλι μου γερμένο προς τα πίσω
ο αυχένας μου μούσκεμα, στραγγίζει στο μαξιλάρι
και το δεξί μου μάτι δε ξεκολλάει από εσένα         
..έχει παράξενη ησυχία για πέμπτη μεσημέρι
ή τα αυτιά μου προσαρμόστηκαν να καταγράφουν
μόνο τον ήχο απ’την ανάσα σου
και το σύρσιμο του χεριού σου στα σεντόνια
όπως πάει, αργά, να συναντήσει
το υγρό πυρ που κρύβεις στο υπογάστριό σου..
σε μυρίζω
στην άκρη από το εσώρουχο σου
που είναι πεταγμένο δίπλα μου
και κάθε μισή μου αναπνοή
την καταγράφει ο εγκέφαλός μου
σαν τίναγμα ηλεκτρικής εκκένωσης
έτσι, για να τινάζομαι σε κάθε ανάσα δύο φορές
μία για τον καθένα μας...
γιατί νομίζω πως, όταν σε άφησα πριν από λίγο εκεί,
ξαπλωμένη στο βαρύ, διπλό κρεβάτι,
σε άδειασα από όλα
μνήμες, εικόνες, συναισθήματα
γιατί ήθελα ο εγωιστής
να νιώθω εγώ και να θυμάμαι και να βλέπω
και για τους δυο μας
γιατί ήθελα ο τύραννος
να σε κάνω υποχείριο
να σε ξεπλύνω από συνείδηση, ενοχές και αναστολές
και να οδηγήσω το μυαλό και τις αισθήσεις σου
σα μωρά στα πρώτα βήματά τους
να τρέχουν από πίσω μου
να με υπηρετούν και να φροντίζουν
μόνο για τη δική μου ηδονή
να προστάζω και  τυφλά να εκτελούν..
ήθελα η μόνη έννοια και σκοπός σου
να είναι η ευχαρίστησή μου
και να είναι αυτός ο μόνος δρόμος
για τη δική σου απόλυτη έκσταση,
την γλυκεία αυτή αποχαύνωση
που συγκεντρώνει όλους τους αισθητήρες του κορμιού σου
χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια σου
και κάνει το σημείο αυτό
 κέντρο του κόσμου μας .
το ήθελα, το ομολογώ
το πέτυχα και είμαι περήφανος
τώρα που σε βλέπω να αιωρείσαι
σε αυτό το σύννεφο  από καπνό και καύλα
άδεια από όλα
γεμάτη μόνο από μένα...
στην πολυθρόνα που επέλεξα για θρόνο
χτίζω στιγμή-στιγμή
το μνημείο του θριάμβου μου
κουνώντας απλώς τα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου
διευθύνω με μπαγκέτα αόρατη
την ορχήστρα των χεριών σου
σε τηλεκατευθύνω
και με κάθε κίνησή μου
ορίζω τις δικές σου
σε βουτάω για άλλη μια φορά
ακόμα πιο βαθιά
τραβάω ακόμα πιο πολύ
τους κόμπους στο δερμάτινο κορδόνι, που, όσο και να σφίγγει,
απλώς χαιδεύει τους καρπούς σου
κι ας τους αφήνει όμορφα, νόστιμα και μωβ σημάδια
σφραγίδες της πιο γλυκιάς υποταγής
της πιο καυτής συνενοχής αποδείξεις αδιάσειστες ..
και με το βάρος του κορμιού μου,
και ας μην είμαι πάνω σου
ας στέκομαι τέσσερα μέτρα μακριά σου,
βουλιάζω τη λεκάνη σου ακόμα πιο βαθιά στο στρώμα
πιέζω τα στήθη σου στο κρεβάτι
μέχρι ασφυξίας...
με τις άκρες αντίχειρα και δείκτη
πιάνω την τελευταία σου γουλιά κρασί
 την ξηλώνω χαμηλά απ’το στομάχι σου
και οδηγώντας την μέσω του οισοφάγου σου
τη μετατρέπω στο δυνατότερό σου βογκητό
που το αφήνω ελεύθερο ανάμεσα απ’τα χείλη σου
να πάει να συναντήσει τους ιερούς καπνούς μας
και να κουμπώσει
-νότα μικρή αλλά απαραίτητη-
στη συμφωνία που, σαρδόνια γελώντας,
διευθύνω τόση ώρα...

την ώρα που φτιάχνω τον κόμπο στη γραβάτα μου
και περνάω τα μανικετόκουμπα
σε μια μανσέτα χαραγμένη από τα κόκκινα σημάδια σου
το πιο πολύτιμο πετράδι
στο στέμμα μου του νικητή
είναι μισό σου βλέμμα αγάπης
και ένα ξέπνοο ευχαριστώ
που μου καρφώνει όμορφα την πλάτη
καθώς κλείνω φεύγοντας την πόρτα
αφήνοντάς σε
γυμνή και ευτυχισμένη
να ξαναγίνεις -αν μπορείς-
η γυναίκα που ήσουνα πριν από μένα.