Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

εσύ.-



Ήταν μια θάλασσα και νόμιζε πως ήτανε σταγόνα.
Ξυπνούσε τα βράδια τρομαγμένη απ’την αγάπη  και έκανε χαμόγελα τους τρόμους, 
ανακάθονταν στο κρεβάτι και γεννούσε η πλάτη της κόκκινα ζεστά ποτάμια από ιδρώτα
που κυλούσαν ανάποδα ίσαμε πίσω απ΄το λαιμό,
να ξεδιψάσουν  όποιον δεν ήξερε πόσο διψάει. 
Κι ύστερα, χωρίς να κάνει τίποτα, ακίνητη,μάζευε ότι μαυρίλα υπήρχε στο δωμάτιο 
και αφού την μάσαγε στα πίσω δόντια μυστικά σαν ξόρκι, 
γύριζε πλευρό και έβγαζε ήχους φωτεινούς και ακατάληπτους,ζωντανούς…ολόκληρους.
Σειρήνα που νόμιζε πως δεν ξέρει από τραγούδια… γιατί ήταν τα τραγούδια.
Αυτά που βγαίνουν από βραχνιασμένα ηχεία και πνίγονται στην κάπνα και στη νύχτα,
άλλα πιο πολύ αυτά που παίζει ένα ραδιόφωνο σε ένα αμάξι με ανοιχτό παράθυρο,
μια Άνοιξη  με ήλιο σε ένα χωματόδρομο, 
αυτά που νομίζεις ότι δεν τα ακούς 
αλλά μόλις σταματήσουν χάνεται μαζί και το αμάξι, και ο χωματόδρομος και ο ήλιος.
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως όταν κοιτούσε από το ματάκι της πόρτας  με έβλεπε εκείνη
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως με έπνιγε χωρίς να ξέρει ότι με σώνει
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως ήταν, χωρίς καθόλου να περνάει απ’το μυαλό της πόσο είναι