Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ρευστοί εχθροί



Συνενοχή  και απόλυτη αθωότητα,
                  από αυτή που δε χρειάζεται δικαιολογίες
Δύο πρόβατα κατάμαυρα
                                        χορταίνουνε με αλκοόλ και μέλι αντί για χόρτο
                 και απολαμβάνουν να γελάν στα μούτρα των λευκών.
Κεριά και πεταλούδες που τρέφονται με φλόγες ,
                στιγμές που σταματούν το χρόνο και γεμίζουν τα κενά
                     με φυσαλίδες από ιδρώτα και υγρά χαμόγελα.
Δαγκώματα από πείνα
                                                                             που κάθε μπουκιά την κάνει μεγαλύτερη,
                  πόνος γλυκός και παρατεταμένος, λόγια-ανάσες,
  μισά, μα και απολύτως ολοκληρωμένα ,
                          απλώνονται ακανόνιστα σε δρόμους που οδηγούνε στο ξημέρωμα.
                                                                                      Όμορφα, νόστιμα σχεδόν πρωινά,
μυρωδιές που ήταν πάντα εκεί χωρίς να είναι οικείες,
             καταχρήσεις ελάχιστες μπροστά στην ανάγκη για  κατάχρηση
                                                                                                       τη μία, τη σωστή
                                φτερά που βγαίνουνε στους ώμους
                                        δυο δευτερόλεπτα μετά την πτώση στον γκρεμό,
                                      τρία πριν από τη συντριβή στο έδαφος.
                ποu  δεν υπάρχει γιατί απλά δε χρειάζεται,
                             που και να υπήρχε δε θα είχαμε πόδια για να το πατήσουν,
                                 σε αυτή την αιώρηση που κάποτε είναι γήινη και κάποτε όχι.
Ένας  το μέλι και ένας  το αλκοόλ,
                                                                                      ρευστοί  εχθροί
                                                   λύνουνε τις διαφορές τους μπαίνοντας ο ένας μες στον άλλο ,
                                                    μένοντας  έτσι εκεί για όσο μπορούν...
 για όσο υπάρχουν όνειρα που γεννιούνται σε άδειες παραλίες χειμωνιάτικες
και φουσκώνουν  με ρακόμελα
                                  που καινε το μυαλό πριν απ’τη γλώσσα.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

...βαβέλ...



ή θα μιλούσες ή κανείς...εύκολη απόφαση

κι αν είναι αυτά τα όμορφα και τα πικρά

 που γεννιούνται λίγο πιο πίσω απ’το μυαλό σου ξημερώματα 
να σε τρομάζουν
εύκολη απόφαση να τα βουτάς σε ζάχαρες
 και να τους χαρίζεις λίγες δεκάδες δευτερόλεπτα
 εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να ζουν για πάντα… 
στο σκοτεινό και υγρό σου στόμα,
στης γλώσσας σου τις άκρες,
νήπια σε παιδική χαρά, αγάπες με ειδικές ανάγκες,
να κάνουν σάουνα με τους καπνούς απ΄τα τσιγάρα σου 
και ισορροπία ανάμεσα στο να τα καταπιείς ή να τα φτύσεις.
Κάθεσαι σε μουσκεμένα μαξιλάρια από ίδιες νύχτες
κοριτσάκι από σελίδες κόμικ ασπρόμαυρου
πόδια κλειστά σφιγμένα και κλειδώσεις  ιδρωμένες 
δαγκωμένοι αντίχειρες και βλέμμα επιμελώς κενό.
 Διαβάζεις φωναχτά έξυπνα συνθήματα σε άγριους τοίχους,
 χαζές δικαιολογίες για όλα τα κόκκινα  «έλα» 
που βιάστηκες να θάψεις στους σωρούς από τα άχρωμα «γειά».
 Την ώρα που πατάς ξανά το στριφογυριστό βελάκι, 
σίγουρη πως καλύτερα repeat  παρά μπλεξίματα, 
όλο αυτό 
που νόμιζες πως προτιμάς να σου χαιδεύει το λαιμό
βγάζει ασημένια αγκάθια και σου ματώνει τον αυχένα
γίνεται τραχύ κορδόνι και σφίγγει τους καρπούς
 γεννάει επτά ουρές και ψάχνει για την πλάτη σου.
 κάθε σου απόφαση εύκολη και ένα σημάδι λιγότερο στο δέρμα …. τι κρίμα.-

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

queray's anatomy



Αυτό είσαι...Μόνος.
Ένα κεφάλι γεμάτο χρυσάφι,
πολύτιμο, γυαλιστερό, βαρύ και δύσχρηστο,
και πέντε ανάσες πνιγμένες καπνούς.
μαξιλάρι με αγκάθια και δωμάτιο ζεστό,
ιδρώτας,
τελευταίο ρεφρέν σε τραγούδι που κανείς δε βαριέται
και κανένας δεν τραγουδά.
Μισός και μόνος, με μοναξιά ολόκληρη,
θριαμβευτική και κόκκινη,
ίδια όλα τα βράδια
και κάθε βράδυ νέα.

γιατί έτσι πρέπει να πονάνε οι πληγές,
καινούργιες,
κι ας κουβαλάνε χρόνια και ξενύχτια άχρηστα
 στις ματωμένες πλάτες τους..
 φαίνονται οι καημένες μια χαρά
αλλά κρύβουν κάτω απ’το δέρμα
σαράκια-νυχτερίδες,
διψασμένα για οινόπνευμα
που την ημέρα ξεκουράζονται,
σκεπασμένα με ημικρανίες ως και τα μάτια,
σε πέτρινα ανήλιαγα κρεβάτια   
σκαμμένα  πίσω απ’τους κροτάφους
και όταν, με το πρώτο χτύπημα στα τύμπανα,ξυπνάνε
τσαλαβουτάνε με γυμνές πατούσες σε ρυάκια αδρεναλίνης
 και γράφουνε με δάχτυλα μακριά και πεντακάθαρα
στιχάκια στις φωνητικές χορδές

θα πεθάνουνε για λίγο,
νωρίς το πρωί,
σωροί απ’τις σωρούς τους θα σκορπίσουν στα σεντόνια
 μια ευωδιά που κάποιοι τη μπερδεύουνε με χνώτο..
λογικό,άμα σκεφτείς,
πως παίζει να μην έχουνε μυρίσει έρωτα ποτέ.-

Πέμπτη 4 Ιουλίου 2013

when the music's over . . .



Φοβάμαι τελικά πως μουσική είναι αυτό που συμβαίνει όταν λάθος βλέμματα συναντιούνται. Υπάρχει εκεί, και πιο πολύ τη μυρίζεις παρά την ακούς, με αυτή την αιχμηρή οσμή της απόγνωσης. Σαν από χαμόγελο πικρό πριν απ’το δάκρυ, σαν υγρασία όμορφα ενοχλητική, σαν πέντε λέξεις που μοιάζουνε χαριτωμένα άσχετες αλλά τρυπάνε το μυαλό γιατί θα πλήρωνες τα πάντα για να’χουνε γραφτεί για σένα, ή τουλάχιστον να μην το γνώριζες πως δεν. Αλλά δεν...οπότε το beataki συνεχίζει και κάνεις πως το χαίρεσαι κουνώντας το κεφάλι με ύφος τεχνηέντως αδιάφορο, χτυπάς το πόδι στον ίδιο ρυθμό, τέμπο σταθερό, 115 στο λεπτό, μονότονο όσο σου χρειάζεται για soundtrack κάλυψης αμηχανίας. Φωνητικά ελάχιστα, αυτές οι πέντε λέξεις. Οι ίδιες μα άλλες, γιατί ίδιες θα ήταν αν σου τις διάβαζαν realtime ή αν σου τις τσαλάκωναν στην τσέπη σε χαρτάκι μουσκεμένο απ’τον ιδρώτα της παλάμης. Ρουφάς καπνό και αδιαφορία, μαζεύεις εικόνες  που αποθηκεύονται σε φάκελο με όνομα συνθηματικό, καταδικασμένες να ζήσουν μια αιωνιότητα σε ψηφιακή μορφή, βαριές μα άυλες, όπως οι νύχτες που ζεις για να τις βλέπεις να πεθαίνουν όταν γυρίζεις μόνος.Αυτό φοβάμαι τελικά, πως μουσική είναι αυτό που σου συμβαίνει όταν δεν είσαι εκεί,που δεν τελειώνει,σαν φάρμακο-ορός σε φλέβα  που στάζει ρυθμικά, αιτία απόλυτη που είσαι  ζωντανός  μαζί  και  ναρκωμένος.