Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

εκεί πολυτεχνείο..εδώ?


Σαράντα χρόνια είναι πολλά για καταναγκαστικές γιορτές. Δε θέλω να γιορτάσω άλλο. Ποτέ δεν ήθελα... τώρα δεν αντέχω. Μου τα είπατε στα σχολεία. Μου τα μάθατε δια της βίας με εφημερίδες και κανάλια. Αλλά μεγάλωσα και δε μπορώ άλλες ημέρες μνήμης, ειδικά τώρα που, τριάντα οκτώ χρόνια μετά, ακόμα περιμένω μια ημέρα ευθύνης. Εντάξει με τη μνήμη της γενιάς μου, την κατασκευάσατε όπως θέλατε, κόβοντας όλες τις ενοχλητικές παρανυχίδες, διαλύοντας κάθε κακόβουλη αμφιβολία με σωρούς από κόκκινα γαρύφαλλα και τραγούδια χελιδόνια και μνημόσυνα σε κενοτάφια. Με την ευθύνη της δικής σας της γενιάς τι θα γίνει? Θα προσπαθήσει έστω, κάποιος από τις συντονιστικές επιτροπές σας , αν όχι να την αναλάβει, τουλάχιστον να την επισημάνει? να βγαίνει μία φορά το χρόνο –καλή ώρα σαν τη γιορτή σας- στις...22 Ιουνίου, σε εθνικό δίκτυο και να λέει μια λέξη?  ένα "Αποτύχαμε" ?
Ποτέ δεν είναι αργά....αλλά τώρα είναι. Σε δέκα χρόνια θα πεθάνετε όλοι. Μαζί θα πούμε αντίο και στους ήρωές σας. Αυτούς που - ευτυχώς ή δυστυχώς- δε θα καθήσουνε ποτέ δίπλα σε Καποδίστριες Λεωνίδες και Κολοκοτρώνηδες, σε Σπύρους Λούηδες και Γιαλοψούς, σε Σολωμούς και Ισαάκ.Γιατί όλοι αυτοί έχουν όνομα. Και δε θα φταινε αυτοί που εσείς γεμίσατε μουντζούρες μια ιστορία την οποία -είτε από χαρά, είτε από τρέλα για δόξα και εξουσία, είτε από ματαιοδοξία- βιαστήκατε να γράψετε στο γόνατο, αγνοώντας πως  αυτή γράφεται από μόνη της. Αν είναι  βλάσφημα και ασεβή όλα αυτά, από μια γενιά που δεν έμαθε να εξεγείρεται σαν τη δική σας, αλλά την μάθατε  να «πολεμάει» όπως εσείς, με μίζες, ρουσφέτια και κομματικές ταυτότητες, μπορεί να είναι γιατί έγινα χοντρόπετσος, συνηθισμένος σε θανάτους όχι και τόσο «ηρωικούς», πεζούς, από φωτιά ή ξύλο, από ασφυξία σε φλεγόμενα κτίρια τραπεζών, από συρράξεις με κουκουλοφόρους και «γνωστούς αγνώστους», δικής σας επινόησης και κατασκευής, γεννημένους μέσα απ’την πόρτα του πολυτεχνείου σας.
Μη με ξανακαλέσετε παρακαλώ σ’αυτή σας τη γιορτή. Για τα επόμενα επτά-οκτώ χρόνια που θα έχετε ακόμα μούτρα να τη διοργανώνετε, αγνοήστε με. Εμένα και κάποια εκατομμύρια Έλληνες ακόμη που περιμένουμε πως και πως να φύγετε, για να ξεχάσουμε αν είμαστε δεξιοί ή αριστεροί. Αφού δε μάθατε ακόμη να ντρέπεστε για ό,τι κάνατε, τουλάχιστον μη μου ζητάτε να το γιορτάζουμε παρέα. Γιατί όλα κρίνονται εκ του αποτελέσματος, κι ακόμη κι αν όσα λέτε ότι γίνανε εκείνες τις μέρες είναι αλήθεια, ακόμη πιο αλήθεια είναι όσα δεν έγιναν τα χρόνια μέχρι σήμερα. Όταν γυρίσει ο γιος μου απ’το σχολείο και μου πει για τη γιορτούλα τη σημερινή τους, δε ξέρω αν θα γελάσω ή θα οργιστώ, αν θα του προτάξω έναν αντίλογο ή αν θα βουλιάξω πιο πολύ στον καναπέ μου, αυτόν που μου αγοράσατε να κρύβω από κάτω τις αδυναμίες μου και τις βρομιές σας. Ξέρω όμως τι θα θυμάται και τι θα τον νοιάζει στα είκοσί του. Και δυστυχώς αυτό θα’ναι το πρώτο από τα τρία που δεν καταφέρατε ποτέ. Ψωμί. Την Ελευθερία την πουλήσατε, οριστικά και δια παντός, εσείς, ω τιμημένη του πολυτεχνείου γενιά, θύμα των ονειρώξεών σας για εξουσία.
Ναι, είμαι βλάσφημος και ασεβής, αφού έτσι σας βολεύει. Και το ’46 ήμουν αντάρτης στα βουνά. Και το ΄67 φασίστας βολεμένος, και το 81 ζιβάγκο και παιδί της αλλαγής. Αφού δε θέλατε να δείτε ότι είμαι αλήθειας, φορτώσατε ταμπέλες και ξενοιάσατε. Μόνο που δε μου απαντήσατε ακόμη πόσο σημασία έχει αν είμαι γιος του οδηγού που γκρέμισε την καγκελόπορτα ή αν ήταν ο πατέρας μου που πλακώθηκε πίσω από αυτήν.

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011

(παρένθεση


βαριές κουρτίνες,
δωμάτιο μισοσκότεινο
ζέστη και μυρωδιά από καπνό
και συ μπρούμυτα ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι ακατάστατο
διαγώνια, με τις πατούσες σου μόνο να περισσεύουν απ’τη μια μεριά
και το δεξί σου χέρι από την άλλη
ένα απροσδιόριστο κομμάτι από σεντόνι
είναι τυλιγμένο σαν σύννεφο γύρω από τη μέση σου
και μια σκιά μόνο αφήνει ακάλυπτη
ίσα για να ανεβάζει τους σφυγμούς μου
είμαι στην άλλη άκρη του δωματίου
στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο
έχω πλάτη στο φως και δε μπορείς να δεις
παρά το περίγραμμα μου σκούρο
ενώ εγώ σε βλέπω ... εξονυχιστικά
γιατί για καλή μου τύχη
η δέσμη που τρυπώνει από τις κουρτίνες
είναι σαν προβολέας που εστιάζει στο κρεβάτι
...μια γραμμούλα από καπνό ξεκινάει από το χέρι σου
γίνεται μπλε περνώντας μέσα από το φως
και χάνεται όπως ανεβαίνει
αυτή τη γραμμή βλέπω από σένα,
το κομμάτι από σεντόνι που σε μισοσκεπάζει,
και τα μαλλιά σου λυτά στην πλάτη σου.
δε μιλάει κανείς μας γιατί δε χρειάζεται
εσύ ειδικά τα λες όλα
με μια κίνηση
καθώς, ψάχνοντας το ποτήρι σου με το κρασί
που ακούμπησες πριν από ώρα στο πάτωμα,
τινάζεις το κεφάλι σου ελαφρά,
ανακατεύοντας τη στήλη απ΄τον καπνό,
τεντώνεις το δεξί σου χέρι χαρτογραφώντας το χαλί με την παλάμη σου
και ανασηκώνεις ανεπαίσθητα το αριστερό σου πόδι
ελάχιστα, ίσα για να μεγαλώσεις λίγο την απόσταση
ανάμεσα στα γόνατά σου
να διώξεις το σεντόνι που σταμάταγε το βλέμμα μου
και να αφήσεις το φως να γλιστρήσει μέσα σου
μόνο για μια  σ τ ι γ μ ή.
..το βρίσκεις το ποτήρι σου
και μια γραμμούλα από, ζεστό πια, κρασί που έχει μείνει
ξεκινάει από το κρύσταλλο
περνάει των χειλιών σου τα σύνορα
και σχεδόν το ακούω να γαργαλάει τον ουρανίσκο σου..
δε γυρνάς να με κοιτάξεις
προφανώς γιατί γνωρίζεις πως κοιτάω εγώ και για τους δυο μας
και ακόμα πιο πολύ...
πετάς το άδειο σου ποτήρι στο χαλί
χαμογελάς και δε το βλέπω
απλά το μαντεύω από τους μύες στην πλάτη σου
που τραβούν , κάποια χιλιοστά, τους ώμους σου προς τα μπροστά…
στα μάτια μου ακόμα
-κατάληψη-
η στιγμούλα που το φως σε χάιδεψε ψηλά στους μηρούς
στα ρουθούνια μου ο καπνός
μπερδεμένος με το άρωμα απ’το δέρμα σου
στα μήλα των δακτύλων μου
εκτός από ένα μισό τσιγάρο
εκατομμύρια κύτταρα δικά σου
που τα συνέλεξα με τόσο πάθος και εμμονή
τις τελευταίες ώρες
και τα κρατάω σα θησαυρό
κολλημένα με δυνάμεις συνοχής με τα δικά μου..
όπως κάθομαι στην πολυθρόνα
έχω τα πόδια μου ανοιχτά
το αριστερό λυγισμένο στο γόνατο
με  όλο το πέλμα να ακουμπάει στο πάτωμα
και το δεξί τεντωμένο να στηρίζεται στη φτέρνα μου
το ένα μου χέρι κρεμασμένο έξω απ’το μπράτσο της καρέκλας
το κεφάλι μου γερμένο προς τα πίσω
ο αυχένας μου μούσκεμα, στραγγίζει στο μαξιλάρι
και το δεξί μου μάτι δε ξεκολλάει από εσένα         
..έχει παράξενη ησυχία για πέμπτη μεσημέρι
ή τα αυτιά μου προσαρμόστηκαν να καταγράφουν
μόνο τον ήχο απ’την ανάσα σου
και το σύρσιμο του χεριού σου στα σεντόνια
όπως πάει, αργά, να συναντήσει
το υγρό πυρ που κρύβεις στο υπογάστριό σου..
σε μυρίζω
στην άκρη από το εσώρουχο σου
που είναι πεταγμένο δίπλα μου
και κάθε μισή μου αναπνοή
την καταγράφει ο εγκέφαλός μου
σαν τίναγμα ηλεκτρικής εκκένωσης
έτσι, για να τινάζομαι σε κάθε ανάσα δύο φορές
μία για τον καθένα μας...
γιατί νομίζω πως, όταν σε άφησα πριν από λίγο εκεί,
ξαπλωμένη στο βαρύ, διπλό κρεβάτι,
σε άδειασα από όλα
μνήμες, εικόνες, συναισθήματα
γιατί ήθελα ο εγωιστής
να νιώθω εγώ και να θυμάμαι και να βλέπω
και για τους δυο μας
γιατί ήθελα ο τύραννος
να σε κάνω υποχείριο
να σε ξεπλύνω από συνείδηση, ενοχές και αναστολές
και να οδηγήσω το μυαλό και τις αισθήσεις σου
σα μωρά στα πρώτα βήματά τους
να τρέχουν από πίσω μου
να με υπηρετούν και να φροντίζουν
μόνο για τη δική μου ηδονή
να προστάζω και  τυφλά να εκτελούν..
ήθελα η μόνη έννοια και σκοπός σου
να είναι η ευχαρίστησή μου
και να είναι αυτός ο μόνος δρόμος
για τη δική σου απόλυτη έκσταση,
την γλυκεία αυτή αποχαύνωση
που συγκεντρώνει όλους τους αισθητήρες του κορμιού σου
χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια σου
και κάνει το σημείο αυτό
 κέντρο του κόσμου μας .
το ήθελα, το ομολογώ
το πέτυχα και είμαι περήφανος
τώρα που σε βλέπω να αιωρείσαι
σε αυτό το σύννεφο  από καπνό και καύλα
άδεια από όλα
γεμάτη μόνο από μένα...
στην πολυθρόνα που επέλεξα για θρόνο
χτίζω στιγμή-στιγμή
το μνημείο του θριάμβου μου
κουνώντας απλώς τα δάχτυλα του αριστερού χεριού μου
διευθύνω με μπαγκέτα αόρατη
την ορχήστρα των χεριών σου
σε τηλεκατευθύνω
και με κάθε κίνησή μου
ορίζω τις δικές σου
σε βουτάω για άλλη μια φορά
ακόμα πιο βαθιά
τραβάω ακόμα πιο πολύ
τους κόμπους στο δερμάτινο κορδόνι, που, όσο και να σφίγγει,
απλώς χαιδεύει τους καρπούς σου
κι ας τους αφήνει όμορφα, νόστιμα και μωβ σημάδια
σφραγίδες της πιο γλυκιάς υποταγής
της πιο καυτής συνενοχής αποδείξεις αδιάσειστες ..
και με το βάρος του κορμιού μου,
και ας μην είμαι πάνω σου
ας στέκομαι τέσσερα μέτρα μακριά σου,
βουλιάζω τη λεκάνη σου ακόμα πιο βαθιά στο στρώμα
πιέζω τα στήθη σου στο κρεβάτι
μέχρι ασφυξίας...
με τις άκρες αντίχειρα και δείκτη
πιάνω την τελευταία σου γουλιά κρασί
 την ξηλώνω χαμηλά απ’το στομάχι σου
και οδηγώντας την μέσω του οισοφάγου σου
τη μετατρέπω στο δυνατότερό σου βογκητό
που το αφήνω ελεύθερο ανάμεσα απ’τα χείλη σου
να πάει να συναντήσει τους ιερούς καπνούς μας
και να κουμπώσει
-νότα μικρή αλλά απαραίτητη-
στη συμφωνία που, σαρδόνια γελώντας,
διευθύνω τόση ώρα...

την ώρα που φτιάχνω τον κόμπο στη γραβάτα μου
και περνάω τα μανικετόκουμπα
σε μια μανσέτα χαραγμένη από τα κόκκινα σημάδια σου
το πιο πολύτιμο πετράδι
στο στέμμα μου του νικητή
είναι μισό σου βλέμμα αγάπης
και ένα ξέπνοο ευχαριστώ
που μου καρφώνει όμορφα την πλάτη
καθώς κλείνω φεύγοντας την πόρτα
αφήνοντάς σε
γυμνή και ευτυχισμένη
να ξαναγίνεις -αν μπορείς-
η γυναίκα που ήσουνα πριν από μένα.

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

μικρό...


μιας ζωής απόσταση

το ανέβασμα απ’το λαιμό ως τα χείλη σου

και μια αιωνιότητα το μονοπάτι

που κρυφοβγάζει ανάμεσα στα στήθη σου


χρόνια τώρα που περπατάω

στου κορμιού σου τη Γη του πυρός

το κάψιμο στα πόδια μου δεν το’χω για πόνο

για δύναμη το’χω να με σπρώχνει

που σ’εχω ακόμα ανεξερεύνητη.


Δευτέρα 11 Απριλίου 2011

φωτογραφία


νερό που τρέχει και αέρας κρύος.
στους τυχερούς όποιους δε μάτωσαν τα πέλματα απ’το κυνήγι του έρωτα,
ποτάμι κάτω από αψίδα πέτρινη στην πίνδο 
και τελευταία από μελτέμι αναπνοή ανάμεσα στα σκέλια των κυκλάδων….
άχρηστα κάτω άκρα για ζωή που ξοδεύτηκε μισή,
στηρίγματα άφθαρτα ,αχρησιμοποίητα, ατελή.
νερό που τρέχει και ήλιος ζεστός
 πολλών ατύχων
πληγή αγαπημένη,
καρφί σε δέντρο που στηρίζει αιώρα
να ακουμπάει το γέλιο  μετέωρο και κρουστό
να το πηγαινοφέρνει να χαζεύει η γη τον ίσκιο του,
γκρίζο σεντόνι να σκεπαστούν οι επόμενοι
που θα ‘ρθουνε φουριόζοι να ξαναχτίσουν την ψευδαίσθηση
πως όλα είναι δω.
κι αφού δεν είναι
θα τους κληρώσει να γεμίσουνε κι αυτοί τα αμπάρια
να βολοδέρνουν στη μεσόγειο μέχρι το αυριανό λιμάνι
σε κύκλο ανοιχτό που είναι πάντα σήμερα
νερό που έτρεχε, βρώμικο έλος
ήλιος χλωμός και αέρας πνιγηρός
-για τους πολλούς αυτά-.
στους τυχερούς όποιους δεν έδωσε χέρια ο Θεός
να προσπαθούν να τα γεμίσουν άσκοπα
να αρπάξουν τη στιγμή του διπλανού
ή να τα τρίβουν για να ζεσταθούν
ξημέρωμα σε παραλία με άγνωστη γυμνή μελαχρινή
βότσαλα γυαλισμένα και φύκια ξερά..
δώρο αρκετό η απώλεια
 και πολύτιμο
…για εδώ τουλάχιστον που δεν υπάρχουν και πολλά να αγγίξεις.

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

athens underground

Παίρνοντας τον υπόγειο για το Βορά
κάτι τον κάνει να ονειρεύεται....
Ανάμεσα στις στάσεις μοντάρει τη ζωή του, και δεν πετάει ούτε καρέ,
γιατί θα βγάλει και από το director´s cut ένα σημαντικό ποσό
-υποθήκη για την υστεροφημία του-
και πριν τελειώσει έχει ήδη γράψει το σενάριο για τα επόμενα
και είναι έτοιμος να βγει στους δρόμους,
και να φωνάξει,
και να κομματιαστεί
..μέχρι όλη η Γη να μυρίσει το άρωμά του.
Τραβιέται στις γωνίες και το κάνει ως το τέλος
εκατοστό-εκατοστό κερδίζει τις αδυναμίες του
και πριν προλάβουν να μαντέψουν την πορεία του
κλείνει τα μάτια και γίνεται διάφανο ολόγραμμα
δαγκώνοντας στα χείλη μια αρχαία προσευχή
που άλλοι τη λένε Αγάπη...
λίγο τον νοιάζει για τις λέξεις, λιγότερο ακόμα για τις έννοιες
όταν νοιώθει το παιδί που κουβαλάει στο δεξί του ημισφαίριο
να διεκδικεί το φως
....αυτό που εσύ λες Αγάπη.
Λίγο τον νοιάζει για τις λέξεις, γιατί αυτό που εκείνος ξέρει για αγάπη
τον τρωει σε κάθε στροφή
τον πνίγει
κι ακόμα πιο πολύ....τον γαληνεύει
Η Στιγμή.
Αυτό που όλοι μάθανε να λένε Αγάπη

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

τι?


τι θυμάσαι πιο πολύ;Τι σε ζορίζει και τι σε καίει;Τι σε φτιάχνει και τι σε κάνει να δαγκώνεις το πάνω χείλος σου μέχρι να το δεις να ματώνει;Και αν δεν είναι η σκέψη μου που σου προκαλεί αυτή τη γλύκα και τη ζέστη, τη χαλάρωση,ίδια με σαββατιάτικο πρωινό Νοέμβρη, με συννεφιά σαν των ματιών σου και λερωμένα τζάμια από τη χθεσινή βροχή,και αν δεν είναι η τελευταία μου φορά που σε ακουμπούσα ακόμα ζωντανή στις άκρες απ’το δέρμα σου,έντονη και προδότρια,σαν αποτύπωμα από σοκολάτα στην πόρτα του ψυγείου,μπορεί να είναι η μυρωδιά σου από βανίλια μαύρη και στρόγγυλα κομμάτια σοκολάτας και μελιού,καπνός ιερός που μου ζαλίζει τα ρουθούνια και μου γεμίζει το μυαλό αδειάζοντας το,και με κάνει να πιστεύω πως με σκέφτεσαι όπως και γω.ναι,πες μου τι θυμάσαι πιο πολύ,αν όχι τη φωνή μου να ενοχλεί του κόσμου σου τους ήχους,σα βότσαλο σε λίμνη, σαν σφύριγμα από αέρα στα σύρματα έξω απ’το παράθυρό σου, αν όχι τις λέξεις που σκορπάω στα πόδια σου χρόνια τώρα, κάθε πρωί, σαν κύβους δωδεκάχρονου που σου ζητάει επίμονα να παίξετε,απλώς και μόνο για να το σιγουρέψει πως δε θα ξεχνάς.Άραγε τι να θυμάσαι πιο πολύ αν όχι τον ιδρώτα στη γραμμή της πλάτης σου και δυο πνιγμένες λέξεις,αν όχι τις κραυγές απ’τα χαμόγελα και τις ματιές και τα μισόλογα.Κι αν όλα ή αν και τίποτα ακόμα δε θυμάσαι,καθόλου δε θα με εμποδίσει αυτό να βρίσκω εσαεί μικρά χαρτιά,όμορφα σαν καταφύγια και κρύα σαν όλους τους Φλεβάρηδες πριν απ΄τον έναν,να τα γεμίζω λέξεις και χτυπήματα στο πληκτρολόγιο και να τα απλώνω ως τις τέσσερις γωνιές τους,να τα ασχημίζω και να τα ζεσταίνω, κι ύστερα να τα τυλίγω γύρω από χαλίκια,να τα στριμώχνω στην παλάμη μου όταν θα τρέχω κάτω απ’το μπαλκόνι σου,να τα πετάω στα τζάμια σου όταν  νομίζεις ότι πας να με ξεχάσεις.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

προσοχή..............


τα απογεύματα του Μάρτη είναι μακρόστενα. 
Στις δύο κάτω άκρες, μεταξύ 5 και 7, συγκλίνουν ελαφρώς, όσο χρειάζεται για να ενωθούν αργότερα, γύρω στις 11, σε μια γωνία 29 μοιρών, σχηματίζοντας μια σφηνοειδή μονάδα χρόνου, ικανή να προκαλέσει σοβαρή ζημιά ακόμη και σε υλικά ιδιαιτέρως ανθεκτικά όπως η μνήμη. 
Σε πλήρη αντίθεση, τα βράδια είναι αέρια, απροσδιορίστου σχήματος, εύφλεκτα και  με χαρακτηριστική οσμή, διατηρώντας τη γνωστή ιδιότητα να καταλαμβάνουν όλο το χώρο που τους δίνεται. Η ύπουλη δράση τους  δεν αφήνει σημάδια εμφανή και δε λερώνει το πάτωμα με αίματα και κομματάκια οστών, βαθμιαία όμως και ανάλογα με την τοξικότητά , οι βλάβες είναι σοβαρότερες και μη αναστρέψιμες.
Ενδεικτικότερο σύμπτωμα είναι αρχικά η αδυναμία συγκέντρωσης που κλιμακώνεται με πληθώρα βλακωδών ενεργειών και εκφράσεων, πόνους στο στήθος και παραληρηματικούς μονόλογους. Για τις –όχι και τόσο σπάνιες- περιπτώσεις που απογεύματα και βράδια αλληλεπιδράσουν παρουσία εξωγενών μη μετρήσιμων παραγόντων, όλες οι έρευνες καταλήγουν στο ότι η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη και μόνη αποδεκτή αγωγή -για την ανακούφιση από τα συμπτώματα και όχι για οριστική θεραπεία- είναι ελεγχόμενες δόσεις  Ιουλίου και Αυγούστου.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

δε νοσταλγώ τίποτα.-


Δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω γιατί σε μισή ώρα πρέπει να βρω τα παιδιά να πάμε για μπάλα στο πάρκο στις γραμμές. Δε γίνεται να μην πάω γιατί η μπάλα είναι δικιά μου, καινούργια αντίντας, και παίζουμε και Τετάρτη-έκτη, και ο χαμένος κερνάει προφιτερόλ στο Κρυστάλ. Την τελευταία φορά βέβαια το ματς δεν τελείωσε γιατί ήρθε ξαφνικά ο Σάκης με καμια δεκαρια ποπαυ να περισσευουν απ΄τις τσεπες και φυγαμε είκοσι ποδήλατα για τις κερασιές του Δένη. Στην επιστροφή προλάβαμε να μπούμε και στην τρύπα στην  Τούμπα, μπας και  πετύχουμε το τεράστιο φίδι με το ανθρώπινο κεφάλι, αλλά το μόνο που βρήκαμε ήταν εκατομμύρια νυχτερίδες και κάτι χρωματιστά ξεφούσκωτα μπαλόνια που είμασταν μικροί για να ξέρουμε τι είναι.
Όχι, δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί νυστάζω. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και όλο το βράδυ χθες στολίζαμε την εκκλησία και κολλούσαμε κεράκια στο περβαζάκι γύρω-γύρω από τους Δώδεκα Αποστόλους, και όταν τελειώσαμε και τα ανάψαμε όλα μαζί κατα τις 4 το πρωί τα κορίτσια μας κοιτάζανε όλο θαυμασμό, που δυστυχώς τελείωσε μόλις μοσχοβόλησε ο αέρας από τα λουκούμια με ινδοκάρυδο που λιώνανε πάνω στα ζεστά κουλούρια του σιδηρόπουλου. Ευτυχώς ο παπα-Δημήτρης πήγε νωρίς για ύπνο και χορτάσαμε παιχνίδι στην αυλή και γέλια και πειράγματα στους μεθυσμένους που περάσανε –όλοι ανεξαιρέτως- να ανάψουνε κεράκι και να κόψουν κίνηση.
Να είσαι σίγουρος πως δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί είμαι θυμωμένος. Έξαλλος! Με τους γονείς μας που ήταν αδιάφοροι και περνούσανε τα ανοιξιάτικά τους βράδια με παρέες στη βόλτα και στα πεζοδρόμια, αφήνωντας μας να γυρνάμε μέχρι τα μεσάνυχτα με τα ποδήλατα στον αναβαθμό και τα παλιά τα μνήματα, χωρίς καν να τους νοιάζει για παιδεραστές και εγκληματίες. Που μας επέτρεπαν να παίζουμε κρυφτό στο κεντρικό δρόμο, χωρίς να ελέγξουν αν τα βαρέλια από τα τουρσιά του Κοντογιάννη και οι παλέτες από τα εμπορεύματα του Οικονομίδη είχαν την έγκριση CE  ως ασφαλείς κρυψώνες και δεν είχαν καν προβλέψει να ζητήσουνε διαγράμμιση στις διαβάσεις και σχολικό τροχονόμο. Τόσο αδιάφοροι, που μας βάζανε εφτά-οκτώ σε ένα σαράβαλο –χωρίς ζώνες ,abs, esp και αιρμπαγκς- και μας πηγαίνανε μπουλούκι στη θάλασσα για  μπάνιο. Που μας αφήνανε να καούμε στον ήλιο χωρίς δείκτη προστασίας, να κολυμπήσουμε στη θάλασσα χωρίς ναυαγοσώστη, να κάνουμε διαγωνισμούς για το ποιος θα βγάλει –με γυμνά χέρια- τη μεγαλύτερη μέδουσα στην άμμο, και αντί να μας μαλώνουν και να μας τιμωρήσουν, μας αγοράζανε με τα λεφτά που δεν είχανε και από έναν πύραυλο ΕΒΓΑ, full fat και όχι 0%.
Δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Θέλω να χουζουρέψω. Η εκκλησία δεν έχει μεγάφωνα, άλλα  όλοι ξυπνάνε με τις φωνές του μπαρμπα-Μανώλη,του κυρ-Παναγιώτη και του παππού του Νίκου. Και όλοι λένε καλημέρα. Σε όλους. Πονάν τα γόνατά μου που δεν προλαβαίνουν να ματώνουνε σε χαλικόδρομους, πονάει το κεφάλι μου από τον πετροπόλεμο και έχω και μια μελανιά ψηλά στο μπράτσο. Στεναχωριέμαι γιατί έχω το απόγευμα αγώνα μπάσκετ, ΓΑΣ – Λιτόχωρο, και ο κόουτς Γιώργος είπε πως θα με βάλει πεντάδα. Μέχρι τότε θα πλακωθούμε τρεις-τέσσερεις φορές στις μπουνιές με το Θανασάκη, αλλά μέσα στο ματς θα είναι ο καλύτερος συμπαίκτης, και με τη λήξη θα είμαστε και πάλι φίλοι, ψάχνωντας να βρούμε πως θα γιορτάσουμε τη νίκη.
Λυπάμαι μα δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Είναι Ιούλιος και έχω πυρετό, γιατί έφαγα ιδρωμένος μια κατσαρόλα παγωτό σπιτίσιο, φτιαγμένο απ’τη μαμά και χτυπημένο στον Κατσούρα, αλλά δεν πειράζει γιατί ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, τα χέρια μου μοσχοβολάν βανίλια. Ούτε πειράζει που έκλεβα μπίλιες από τον Καράγαλη και τον Παπίδη και μπλέηκ και περιπέτεια από τον μπαρμπα-Δήμο, γιατί και αυτοί το ξέρανε και δε λέγανε τίποτε και μετά περνούσε ο μπαμπάς και τα πλήρωνε. Και καθόλου δε νιώθω ένοχος που καβαλούσαμε παπάκι χωρίς δίπλωμα, ετών δεκατριών, και μέσα από χωράφια και ποτάμια, καλαμιές και χωματόδρομους –ταξίδι ολόκληρο- φτάναμε στην ατλαντίδα ίσα για να ακούσουμε το πρόγραμμα να αρχίζει με Kenny Thomas και thinkinabout your love, και την ψευδαίσθηση πως κάθε γιουγκοσλάβα μας γλυκοκοιτούσε. Δεν πείραζε ούτε αυτό, ούτε που κρυβόμουν στο μπαλκόνι της γιαγιάς και σημάδευα με φυσοκάλαμα τη βόλτα του Σαββάτου, ούτε που έβαζα τα τάλιρα με τον Αριστοτέλη στις γραμμές του τρένου να γίνουνε πλακέ. Είμαι ο τερματοφύλακας-γιατρός και ο Έρικ Καστέλ, ο Γκάλης και ο σούπερ Γκούφη, ο Χιούη ο Λιούη και οι duran-duran , και το ντιβάνι που κοιμάμαι στη βεράντα είναι βάρκα. Αύριο μάλιστα θα πάω τσαπαρί με το Θείο Γιάννη, με τα κουπιά-δεν έχουμε μηχανή-, και βγαίνοντας στο μαγαζί στη θάλασσα, θα μεθύσει ο κόσμος από τη μυρωδιά του τηγανιού της κυρά-Δάφνης  και όλοι θα γελάνε , ο ένας με τα ψέματα του άλλου, και το τραπέζι θα γεμίσει λεβενμπροι και χένιγκερ, και όπως θα φεύγουνε θα θολώσει ο τόπος με καπνό απ’τις φλορέτες και σκόνη από το χαλικόδρομο.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πως δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω, γιατί είμαι δώδεκα χρονών, το παρόν είναι μεγάλο, τα χρώματα έντονα, οι μυρωδιές γλυκειές και τα κορίτσια όμορφα. Και μυστηριώδη. Σαν το μέλλον και το δύο χιλιάδες, που είναι μακριά, κρυμμένο στη σκιά από τις λεύκες που οδηγούν στη θάλασσα. Μεγάλος ποδαρόδρομος αλλά και ωραίος, γιατί κρατάω τον γιο μου από το χέρι και  κείνος περπατάει τα βήματά μου.-

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

εμείς..

εμείς οι μικροί...
εμείς οι ατέλειωτοι
με αυτή τη γλυκόπικρη μελαγχολία στην άκρη της γλώσσας
να θυμίζει απογεύματα αθωότητας
και βλεφαρίσματα ενοχής..
σου το ‘λεγα θυμάμαι
τίποτε δεν θα είναι ίδιο το χειμώνα
τίποτε
εκτός από τα χαμόγελα,
τα ναυάγια και τις πυρκαγιές,
εκτός από το σκάσιμο του παγωμένου νερού στα βλέφαρα
σταγόνες - παρακλήσεις για μια νύχτα
για δυο ώρες, μια στιγμή
ψυχρός αέρας από παράθυρο που χάλασε ανοιχτό
και κάθε φορά που σε τρυπάει στο λαιμό
σε σπρώχνει πιο κοντά στο ναι που περιμένω.
ναι, τίποτε δε θα είναι ίδιο το χειμώνα
ούτε και τα ασπρόμαυρα καρέ μες στο μυαλό σου
που όσο πιο αργά εναλλάσσονται
τόσο πιο όμορφα θα σε πονάνε στο στομάχι
χαμηλά
κάπου ανάμεσα
στο τελευταίο άγγιγμα μου που θυμάσαι
και στο αόρατο σημάδι που έχεις βάλει στόχο για το επόμενο.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

δε βαριεσαι...

δε βαριέσαι …. … θυμάται τον πατέρα της να την παίρνει στους ώμους, τριών χρονών, και να την τρέχει στο πεδίον του Άρεως να ακούσουν τον αντρέα να μιλάει για αλλαγή. Και τον οκτώβριο, τη θάλασσα από τις σημαίες και τα τραγούδια για ήλιους και καμπάνες. Και τη χαρά που ξύπναγε τη μάνα της να πάει για δουλειά από τις έξι, εργάτες, αλλά στην εξουσία και κυρίαρχος λαός. Ζιβάγκο και παρδαλά φορέματα και πρωτομαγιές στο κτήμα του θείου του φασίστα , που πάντα ξεκινούσαν όμορφα και τέλειωναν πριν την ώρα τους με βρισιές και μανιφέστα..
δε βαριέσαι…. δημοτικό σχολείο στα eighties, τενεκεδούπολη και φρουτοπία και παλιό αυτοκίνητο που γυάλιζε από καθαριότητα και αγάπη. Και ζόρια και μάζεμα τις δραχμές στο κουτάκι απ΄το νουνού για να βγει ο μήνας. Και μετά- να σκάσει ο δεξιός ο θείος που έπαθε σύνδρομο στέρησης εξουσίας- θυμάται τον μπαμπά να φοράει γραβάτα, να φεύγει μετά τις εννιά και να γυρνάει κατά τη μία, και κάθε δεκαπέντε να απλώνει τα χιλιάρικα στο κρεβατάκι της για να τη βλέπει να γελάει. Θυμάται έγχρωμη τηλεόραση και ατάρι, καινούργιο σπίτι και σούπερ κατερίνα, και κάθε Σάββατο βόλτα στις ταβέρνες και στα εξοχικά…
δε βαριέσαι.. .. σταμάτησε η μάνα απ’τη δουλειά και ο μπαμπάς κάθε χρόνο κέρδιζε εκατομμύρια και κιλά με πρόοδο γεωμετρική. θυμάται τον θειο που είχε τώρα μαλακώσει και μάλλον τους αγαπούσε πιο πολύ, λόγω ευημερίας και καλοπέρασης και επειδή ο μπαμπάς είχε βάλει το χεράκι του να φέρει τον δεξιούλη ξάδερφο από τον έβρο στην αθήνα σε θητεία 12μηνη
Και κυριακές –όλοι μαζί- στο σπίτι στο χωριό … δε βαριέσαι.. θυμάται τη μέρα που άκουσε για το βρώμικο 89 και της έκανε εντύπωση γιατί μέχρι τώρα η μόνη χρονολογία που ήξερε με επίθετο ήταν το χρυσό 87 με γκάλη και γιαννάκη και ελληνικές σημαίες στην ομόνοια και τον μπαμπά να μην αντέχει να την πάρει στους ώμους όπως τότε. Και τον θείο να χαμογελά γιατί γυρίσανε τα πράματα και ήρθε η ώρα τους να πιάσουνε ξανά τους χαρτοφύλακες και να περάσουνε καλά και τα δικά μας τα παιδιά. Στο μεσοδιάστημα, δε θυμάται πως, αλλά θυμάται, ….τις γειτονιές να γίνονται τσιμέντα και το φιλότιμο βόλεμα. Και το μέσον, νόμος. .. δε βαριέσαι .. λύκειο στα nineties, αγόρια, ρείβ και διάβασμα, όλο και λιγότερα χαμόγελα στο σπίτι και στο δρόμο, γιγαντωμένο το ανικανοποίητο αίσθημα.. κατά τη δεύτερη θητεία αντρέα, και παρά το ότι ο ξάδερφος φόρεσε κι αυτός γραβάτα και πήρε και κρατικό αυτοκίνητο , θυμάται που ο θείος μυήθηκε στην απόκοσμη εμπειρία του τριπλού μπαιπας και επέζησε, σοφότερος και εμφανώς αδυνατισμένος, για να αντέξει να ξοδέψει ότι είχε και ότι μπόρεσε να δανειστεί με υποθήκη το σπίτι στο χωριό, στη δεξίωση ( όχι το γλέντι φυσικά ) του γάμου των παιδιών
….δε βαριέσαι.. .. κινητά και golf 3, πάντειος και ντεμέκ αριστεροί αγώνες στην πανσπουδαστική, κασέτες από τους παράνομους στο πανεπιστήμιο με τερμίτες, παπακωνσταντίνου και μικρούτσικο, εξεταστικές και πορείες στο πολυτεχνείο αγκαλιά με τους γνωστούς της αγνώστους και μάσκες και μολότωφ.. ευημερία. Ευρώπη .. εκσυχρονισμός και πιο πολλά κινητά, και λάπτοπ και nova και στο σπίτι τα χαμόγελα όλο και πιο λίγα, αντιστρόφως ανάλογα με τους λογαριασμούς από τις πιστωτικές… London school of economics, και βόλτες στο soho, και παρέες πολυεθνικές που κάθε φορά που πήγαινε η κουβέντα στον ελληνικό σοσιαλισμό θυμάται να την κράζουνε και – τι κρίμα- θυμάται να μη διαφωνεί και να αλλάζει μέσα της ότι της είχε πει ο μπαμπάς για τον αντρέα και για τον κυρίαρχο λαό…δε βαριέσαι…. οικολογία και msn, καλοκαίρια στην Ελλάδα με τον ιρλανδό της, σε νησί και όχι στο σπίτι στο χωριό, γιατί είχε στο μεταξύ ρημάξει και πού λεφτά για ανά-ανακαίνιση. Και τηλεόραση… πολύ τηλεόραση, από βουλή και τσόντα ως τελεμάρκετινγκ.. θυμάται τον μπαμπά να κλαίει όταν του είπε πως παντρεύεται. Από χαρά και συγκίνηση. Κυρίως. Αλλά και από σφίξιμο και ζόρι που δεν μπορούσε ακόμα να της πει πως είχε φάει όλες του τις δραχμούλες στα κλωστήρια και τις κατασκευαστικές του ενενηνταεννιά. Ευτυχώς που ο -πρώην δεξιός νυν γιάπης- ξάδερφος ήτανε πλέον μεγαλοστέλεχος σε τράπεζα και μπόρεσε, παρά τον υπερδανεισμό να ξεπληρώσει στον πασόκο θείο τη χάρη από τη μη θητεία στα σύνορα… . δε βαριέσαι….θυμάται φυσικά και το γάμο της, τα νυφικά και τις υπερβολές και τα προσκλητήρια με κόστος όσο ένα γεύμα στις ταβέρνες την εποχή της αλλαγής και τον ιρλανδό της να μην καταλαβαίνει. Θυμάται και τις αγωνίες όταν μετά το master και έχοντας ακόμη πολύ Αγγλία μέσα της προσπαθούσε επί εξάμηνο για μια δουλεία ότιναναι…και αν πάλι δεν ήτανε ο ξάδερφος και πιο πολύ ο θείος –γέρος τώρα και παππούς, αλλά με <άκρες> στη δεξιά από το θείο έως τον ανηψιό- δε θα είχε βρεθεί ούτε αυτή η θεσούλα στην τράπεζα…
Δε βαριέσαι… υγεία να υπάρχει και θα τα βολέψουμε. Κορνίζα το πτυχίο και το μάστερ, δουλεία, δουλεία,δουλεία.. όλα καλά. Μέχρι που άκουσε το μπαμπά στην άλλη άκρη της γραμμής να αργοπεθαίνει και να κλαίει με λυγμούς και να της λέει για τη γυναίκα του ξαδέρφου που κάποιος προσπάθησε να την κάψει εν ώρα εργασίας αλλά δεν τα κατάφερε και τελικά την έπνιξε.. και πνίξαν το μυαλό της οι εικόνες, από τον αντρέα ως τον γκάλη, από τη σούπερ κατερίνα ως το soho, από το γάμο του ξαδέρφου ως τους γνωστούς της άγνωστους με τις κασέτες του μικρούτσικου, από τους ώμους του μπαμπά και τις σημαίες με τον ήλιο μέχρι τους ώμους που θα σήκωναν μεθαύριο τη γυναίκα του ξαδέρφου, αυτού που –σαν όλη τη γενιά του- έμαθε να βρίσκει αναπνοές μέσα στη βρώμα αλλά δε μπόρεσε να φανταστεί πως θα του έλειπαν μεσ’τους καπνούς…δε βαριέσαι…. Δε βαρέθηκες??