Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

προσοχή..............


τα απογεύματα του Μάρτη είναι μακρόστενα. 
Στις δύο κάτω άκρες, μεταξύ 5 και 7, συγκλίνουν ελαφρώς, όσο χρειάζεται για να ενωθούν αργότερα, γύρω στις 11, σε μια γωνία 29 μοιρών, σχηματίζοντας μια σφηνοειδή μονάδα χρόνου, ικανή να προκαλέσει σοβαρή ζημιά ακόμη και σε υλικά ιδιαιτέρως ανθεκτικά όπως η μνήμη. 
Σε πλήρη αντίθεση, τα βράδια είναι αέρια, απροσδιορίστου σχήματος, εύφλεκτα και  με χαρακτηριστική οσμή, διατηρώντας τη γνωστή ιδιότητα να καταλαμβάνουν όλο το χώρο που τους δίνεται. Η ύπουλη δράση τους  δεν αφήνει σημάδια εμφανή και δε λερώνει το πάτωμα με αίματα και κομματάκια οστών, βαθμιαία όμως και ανάλογα με την τοξικότητά , οι βλάβες είναι σοβαρότερες και μη αναστρέψιμες.
Ενδεικτικότερο σύμπτωμα είναι αρχικά η αδυναμία συγκέντρωσης που κλιμακώνεται με πληθώρα βλακωδών ενεργειών και εκφράσεων, πόνους στο στήθος και παραληρηματικούς μονόλογους. Για τις –όχι και τόσο σπάνιες- περιπτώσεις που απογεύματα και βράδια αλληλεπιδράσουν παρουσία εξωγενών μη μετρήσιμων παραγόντων, όλες οι έρευνες καταλήγουν στο ότι η ζημιά είναι ανεπανόρθωτη και μόνη αποδεκτή αγωγή -για την ανακούφιση από τα συμπτώματα και όχι για οριστική θεραπεία- είναι ελεγχόμενες δόσεις  Ιουλίου και Αυγούστου.

Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

δε νοσταλγώ τίποτα.-


Δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω γιατί σε μισή ώρα πρέπει να βρω τα παιδιά να πάμε για μπάλα στο πάρκο στις γραμμές. Δε γίνεται να μην πάω γιατί η μπάλα είναι δικιά μου, καινούργια αντίντας, και παίζουμε και Τετάρτη-έκτη, και ο χαμένος κερνάει προφιτερόλ στο Κρυστάλ. Την τελευταία φορά βέβαια το ματς δεν τελείωσε γιατί ήρθε ξαφνικά ο Σάκης με καμια δεκαρια ποπαυ να περισσευουν απ΄τις τσεπες και φυγαμε είκοσι ποδήλατα για τις κερασιές του Δένη. Στην επιστροφή προλάβαμε να μπούμε και στην τρύπα στην  Τούμπα, μπας και  πετύχουμε το τεράστιο φίδι με το ανθρώπινο κεφάλι, αλλά το μόνο που βρήκαμε ήταν εκατομμύρια νυχτερίδες και κάτι χρωματιστά ξεφούσκωτα μπαλόνια που είμασταν μικροί για να ξέρουμε τι είναι.
Όχι, δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί νυστάζω. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και όλο το βράδυ χθες στολίζαμε την εκκλησία και κολλούσαμε κεράκια στο περβαζάκι γύρω-γύρω από τους Δώδεκα Αποστόλους, και όταν τελειώσαμε και τα ανάψαμε όλα μαζί κατα τις 4 το πρωί τα κορίτσια μας κοιτάζανε όλο θαυμασμό, που δυστυχώς τελείωσε μόλις μοσχοβόλησε ο αέρας από τα λουκούμια με ινδοκάρυδο που λιώνανε πάνω στα ζεστά κουλούρια του σιδηρόπουλου. Ευτυχώς ο παπα-Δημήτρης πήγε νωρίς για ύπνο και χορτάσαμε παιχνίδι στην αυλή και γέλια και πειράγματα στους μεθυσμένους που περάσανε –όλοι ανεξαιρέτως- να ανάψουνε κεράκι και να κόψουν κίνηση.
Να είσαι σίγουρος πως δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί είμαι θυμωμένος. Έξαλλος! Με τους γονείς μας που ήταν αδιάφοροι και περνούσανε τα ανοιξιάτικά τους βράδια με παρέες στη βόλτα και στα πεζοδρόμια, αφήνωντας μας να γυρνάμε μέχρι τα μεσάνυχτα με τα ποδήλατα στον αναβαθμό και τα παλιά τα μνήματα, χωρίς καν να τους νοιάζει για παιδεραστές και εγκληματίες. Που μας επέτρεπαν να παίζουμε κρυφτό στο κεντρικό δρόμο, χωρίς να ελέγξουν αν τα βαρέλια από τα τουρσιά του Κοντογιάννη και οι παλέτες από τα εμπορεύματα του Οικονομίδη είχαν την έγκριση CE  ως ασφαλείς κρυψώνες και δεν είχαν καν προβλέψει να ζητήσουνε διαγράμμιση στις διαβάσεις και σχολικό τροχονόμο. Τόσο αδιάφοροι, που μας βάζανε εφτά-οκτώ σε ένα σαράβαλο –χωρίς ζώνες ,abs, esp και αιρμπαγκς- και μας πηγαίνανε μπουλούκι στη θάλασσα για  μπάνιο. Που μας αφήνανε να καούμε στον ήλιο χωρίς δείκτη προστασίας, να κολυμπήσουμε στη θάλασσα χωρίς ναυαγοσώστη, να κάνουμε διαγωνισμούς για το ποιος θα βγάλει –με γυμνά χέρια- τη μεγαλύτερη μέδουσα στην άμμο, και αντί να μας μαλώνουν και να μας τιμωρήσουν, μας αγοράζανε με τα λεφτά που δεν είχανε και από έναν πύραυλο ΕΒΓΑ, full fat και όχι 0%.
Δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Θέλω να χουζουρέψω. Η εκκλησία δεν έχει μεγάφωνα, άλλα  όλοι ξυπνάνε με τις φωνές του μπαρμπα-Μανώλη,του κυρ-Παναγιώτη και του παππού του Νίκου. Και όλοι λένε καλημέρα. Σε όλους. Πονάν τα γόνατά μου που δεν προλαβαίνουν να ματώνουνε σε χαλικόδρομους, πονάει το κεφάλι μου από τον πετροπόλεμο και έχω και μια μελανιά ψηλά στο μπράτσο. Στεναχωριέμαι γιατί έχω το απόγευμα αγώνα μπάσκετ, ΓΑΣ – Λιτόχωρο, και ο κόουτς Γιώργος είπε πως θα με βάλει πεντάδα. Μέχρι τότε θα πλακωθούμε τρεις-τέσσερεις φορές στις μπουνιές με το Θανασάκη, αλλά μέσα στο ματς θα είναι ο καλύτερος συμπαίκτης, και με τη λήξη θα είμαστε και πάλι φίλοι, ψάχνωντας να βρούμε πως θα γιορτάσουμε τη νίκη.
Λυπάμαι μα δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Είναι Ιούλιος και έχω πυρετό, γιατί έφαγα ιδρωμένος μια κατσαρόλα παγωτό σπιτίσιο, φτιαγμένο απ’τη μαμά και χτυπημένο στον Κατσούρα, αλλά δεν πειράζει γιατί ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, τα χέρια μου μοσχοβολάν βανίλια. Ούτε πειράζει που έκλεβα μπίλιες από τον Καράγαλη και τον Παπίδη και μπλέηκ και περιπέτεια από τον μπαρμπα-Δήμο, γιατί και αυτοί το ξέρανε και δε λέγανε τίποτε και μετά περνούσε ο μπαμπάς και τα πλήρωνε. Και καθόλου δε νιώθω ένοχος που καβαλούσαμε παπάκι χωρίς δίπλωμα, ετών δεκατριών, και μέσα από χωράφια και ποτάμια, καλαμιές και χωματόδρομους –ταξίδι ολόκληρο- φτάναμε στην ατλαντίδα ίσα για να ακούσουμε το πρόγραμμα να αρχίζει με Kenny Thomas και thinkinabout your love, και την ψευδαίσθηση πως κάθε γιουγκοσλάβα μας γλυκοκοιτούσε. Δεν πείραζε ούτε αυτό, ούτε που κρυβόμουν στο μπαλκόνι της γιαγιάς και σημάδευα με φυσοκάλαμα τη βόλτα του Σαββάτου, ούτε που έβαζα τα τάλιρα με τον Αριστοτέλη στις γραμμές του τρένου να γίνουνε πλακέ. Είμαι ο τερματοφύλακας-γιατρός και ο Έρικ Καστέλ, ο Γκάλης και ο σούπερ Γκούφη, ο Χιούη ο Λιούη και οι duran-duran , και το ντιβάνι που κοιμάμαι στη βεράντα είναι βάρκα. Αύριο μάλιστα θα πάω τσαπαρί με το Θείο Γιάννη, με τα κουπιά-δεν έχουμε μηχανή-, και βγαίνοντας στο μαγαζί στη θάλασσα, θα μεθύσει ο κόσμος από τη μυρωδιά του τηγανιού της κυρά-Δάφνης  και όλοι θα γελάνε , ο ένας με τα ψέματα του άλλου, και το τραπέζι θα γεμίσει λεβενμπροι και χένιγκερ, και όπως θα φεύγουνε θα θολώσει ο τόπος με καπνό απ’τις φλορέτες και σκόνη από το χαλικόδρομο.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πως δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω, γιατί είμαι δώδεκα χρονών, το παρόν είναι μεγάλο, τα χρώματα έντονα, οι μυρωδιές γλυκειές και τα κορίτσια όμορφα. Και μυστηριώδη. Σαν το μέλλον και το δύο χιλιάδες, που είναι μακριά, κρυμμένο στη σκιά από τις λεύκες που οδηγούν στη θάλασσα. Μεγάλος ποδαρόδρομος αλλά και ωραίος, γιατί κρατάω τον γιο μου από το χέρι και  κείνος περπατάει τα βήματά μου.-

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

εμείς..

εμείς οι μικροί...
εμείς οι ατέλειωτοι
με αυτή τη γλυκόπικρη μελαγχολία στην άκρη της γλώσσας
να θυμίζει απογεύματα αθωότητας
και βλεφαρίσματα ενοχής..
σου το ‘λεγα θυμάμαι
τίποτε δεν θα είναι ίδιο το χειμώνα
τίποτε
εκτός από τα χαμόγελα,
τα ναυάγια και τις πυρκαγιές,
εκτός από το σκάσιμο του παγωμένου νερού στα βλέφαρα
σταγόνες - παρακλήσεις για μια νύχτα
για δυο ώρες, μια στιγμή
ψυχρός αέρας από παράθυρο που χάλασε ανοιχτό
και κάθε φορά που σε τρυπάει στο λαιμό
σε σπρώχνει πιο κοντά στο ναι που περιμένω.
ναι, τίποτε δε θα είναι ίδιο το χειμώνα
ούτε και τα ασπρόμαυρα καρέ μες στο μυαλό σου
που όσο πιο αργά εναλλάσσονται
τόσο πιο όμορφα θα σε πονάνε στο στομάχι
χαμηλά
κάπου ανάμεσα
στο τελευταίο άγγιγμα μου που θυμάσαι
και στο αόρατο σημάδι που έχεις βάλει στόχο για το επόμενο.

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

δε βαριεσαι...

δε βαριέσαι …. … θυμάται τον πατέρα της να την παίρνει στους ώμους, τριών χρονών, και να την τρέχει στο πεδίον του Άρεως να ακούσουν τον αντρέα να μιλάει για αλλαγή. Και τον οκτώβριο, τη θάλασσα από τις σημαίες και τα τραγούδια για ήλιους και καμπάνες. Και τη χαρά που ξύπναγε τη μάνα της να πάει για δουλειά από τις έξι, εργάτες, αλλά στην εξουσία και κυρίαρχος λαός. Ζιβάγκο και παρδαλά φορέματα και πρωτομαγιές στο κτήμα του θείου του φασίστα , που πάντα ξεκινούσαν όμορφα και τέλειωναν πριν την ώρα τους με βρισιές και μανιφέστα..
δε βαριέσαι…. δημοτικό σχολείο στα eighties, τενεκεδούπολη και φρουτοπία και παλιό αυτοκίνητο που γυάλιζε από καθαριότητα και αγάπη. Και ζόρια και μάζεμα τις δραχμές στο κουτάκι απ΄το νουνού για να βγει ο μήνας. Και μετά- να σκάσει ο δεξιός ο θείος που έπαθε σύνδρομο στέρησης εξουσίας- θυμάται τον μπαμπά να φοράει γραβάτα, να φεύγει μετά τις εννιά και να γυρνάει κατά τη μία, και κάθε δεκαπέντε να απλώνει τα χιλιάρικα στο κρεβατάκι της για να τη βλέπει να γελάει. Θυμάται έγχρωμη τηλεόραση και ατάρι, καινούργιο σπίτι και σούπερ κατερίνα, και κάθε Σάββατο βόλτα στις ταβέρνες και στα εξοχικά…
δε βαριέσαι.. .. σταμάτησε η μάνα απ’τη δουλειά και ο μπαμπάς κάθε χρόνο κέρδιζε εκατομμύρια και κιλά με πρόοδο γεωμετρική. θυμάται τον θειο που είχε τώρα μαλακώσει και μάλλον τους αγαπούσε πιο πολύ, λόγω ευημερίας και καλοπέρασης και επειδή ο μπαμπάς είχε βάλει το χεράκι του να φέρει τον δεξιούλη ξάδερφο από τον έβρο στην αθήνα σε θητεία 12μηνη
Και κυριακές –όλοι μαζί- στο σπίτι στο χωριό … δε βαριέσαι.. θυμάται τη μέρα που άκουσε για το βρώμικο 89 και της έκανε εντύπωση γιατί μέχρι τώρα η μόνη χρονολογία που ήξερε με επίθετο ήταν το χρυσό 87 με γκάλη και γιαννάκη και ελληνικές σημαίες στην ομόνοια και τον μπαμπά να μην αντέχει να την πάρει στους ώμους όπως τότε. Και τον θείο να χαμογελά γιατί γυρίσανε τα πράματα και ήρθε η ώρα τους να πιάσουνε ξανά τους χαρτοφύλακες και να περάσουνε καλά και τα δικά μας τα παιδιά. Στο μεσοδιάστημα, δε θυμάται πως, αλλά θυμάται, ….τις γειτονιές να γίνονται τσιμέντα και το φιλότιμο βόλεμα. Και το μέσον, νόμος. .. δε βαριέσαι .. λύκειο στα nineties, αγόρια, ρείβ και διάβασμα, όλο και λιγότερα χαμόγελα στο σπίτι και στο δρόμο, γιγαντωμένο το ανικανοποίητο αίσθημα.. κατά τη δεύτερη θητεία αντρέα, και παρά το ότι ο ξάδερφος φόρεσε κι αυτός γραβάτα και πήρε και κρατικό αυτοκίνητο , θυμάται που ο θείος μυήθηκε στην απόκοσμη εμπειρία του τριπλού μπαιπας και επέζησε, σοφότερος και εμφανώς αδυνατισμένος, για να αντέξει να ξοδέψει ότι είχε και ότι μπόρεσε να δανειστεί με υποθήκη το σπίτι στο χωριό, στη δεξίωση ( όχι το γλέντι φυσικά ) του γάμου των παιδιών
….δε βαριέσαι.. .. κινητά και golf 3, πάντειος και ντεμέκ αριστεροί αγώνες στην πανσπουδαστική, κασέτες από τους παράνομους στο πανεπιστήμιο με τερμίτες, παπακωνσταντίνου και μικρούτσικο, εξεταστικές και πορείες στο πολυτεχνείο αγκαλιά με τους γνωστούς της αγνώστους και μάσκες και μολότωφ.. ευημερία. Ευρώπη .. εκσυχρονισμός και πιο πολλά κινητά, και λάπτοπ και nova και στο σπίτι τα χαμόγελα όλο και πιο λίγα, αντιστρόφως ανάλογα με τους λογαριασμούς από τις πιστωτικές… London school of economics, και βόλτες στο soho, και παρέες πολυεθνικές που κάθε φορά που πήγαινε η κουβέντα στον ελληνικό σοσιαλισμό θυμάται να την κράζουνε και – τι κρίμα- θυμάται να μη διαφωνεί και να αλλάζει μέσα της ότι της είχε πει ο μπαμπάς για τον αντρέα και για τον κυρίαρχο λαό…δε βαριέσαι…. οικολογία και msn, καλοκαίρια στην Ελλάδα με τον ιρλανδό της, σε νησί και όχι στο σπίτι στο χωριό, γιατί είχε στο μεταξύ ρημάξει και πού λεφτά για ανά-ανακαίνιση. Και τηλεόραση… πολύ τηλεόραση, από βουλή και τσόντα ως τελεμάρκετινγκ.. θυμάται τον μπαμπά να κλαίει όταν του είπε πως παντρεύεται. Από χαρά και συγκίνηση. Κυρίως. Αλλά και από σφίξιμο και ζόρι που δεν μπορούσε ακόμα να της πει πως είχε φάει όλες του τις δραχμούλες στα κλωστήρια και τις κατασκευαστικές του ενενηνταεννιά. Ευτυχώς που ο -πρώην δεξιός νυν γιάπης- ξάδερφος ήτανε πλέον μεγαλοστέλεχος σε τράπεζα και μπόρεσε, παρά τον υπερδανεισμό να ξεπληρώσει στον πασόκο θείο τη χάρη από τη μη θητεία στα σύνορα… . δε βαριέσαι….θυμάται φυσικά και το γάμο της, τα νυφικά και τις υπερβολές και τα προσκλητήρια με κόστος όσο ένα γεύμα στις ταβέρνες την εποχή της αλλαγής και τον ιρλανδό της να μην καταλαβαίνει. Θυμάται και τις αγωνίες όταν μετά το master και έχοντας ακόμη πολύ Αγγλία μέσα της προσπαθούσε επί εξάμηνο για μια δουλεία ότιναναι…και αν πάλι δεν ήτανε ο ξάδερφος και πιο πολύ ο θείος –γέρος τώρα και παππούς, αλλά με <άκρες> στη δεξιά από το θείο έως τον ανηψιό- δε θα είχε βρεθεί ούτε αυτή η θεσούλα στην τράπεζα…
Δε βαριέσαι… υγεία να υπάρχει και θα τα βολέψουμε. Κορνίζα το πτυχίο και το μάστερ, δουλεία, δουλεία,δουλεία.. όλα καλά. Μέχρι που άκουσε το μπαμπά στην άλλη άκρη της γραμμής να αργοπεθαίνει και να κλαίει με λυγμούς και να της λέει για τη γυναίκα του ξαδέρφου που κάποιος προσπάθησε να την κάψει εν ώρα εργασίας αλλά δεν τα κατάφερε και τελικά την έπνιξε.. και πνίξαν το μυαλό της οι εικόνες, από τον αντρέα ως τον γκάλη, από τη σούπερ κατερίνα ως το soho, από το γάμο του ξαδέρφου ως τους γνωστούς της άγνωστους με τις κασέτες του μικρούτσικου, από τους ώμους του μπαμπά και τις σημαίες με τον ήλιο μέχρι τους ώμους που θα σήκωναν μεθαύριο τη γυναίκα του ξαδέρφου, αυτού που –σαν όλη τη γενιά του- έμαθε να βρίσκει αναπνοές μέσα στη βρώμα αλλά δε μπόρεσε να φανταστεί πως θα του έλειπαν μεσ’τους καπνούς…δε βαριέσαι…. Δε βαρέθηκες??