Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

ίνσταγαμ

 

Το ’15 είχες καθρέφτες. Μέσα τους έβλεπες ποια είσαι, έβλεπες δρόμους και θάλασσες, σημάδια με κόκκινες γραμμές, μισά χαμόγελα. Και δεν μπορώ να βρω έναν πούστη λόγο που δεν έβλεπες εμένα. Ούτε φυσικά κάποιον για να με δεις.

Μούλτιβερς, χρόνοι σπείρες, ευθείες. Και αυτή η αίσθηση ανεκπλήρωτης πληρότητας, που δεν ήμασταν, και πως γίνεται να είναι τα πράγματα ολόκληρα όταν δεν είμαστε…αλλά, να, δες που γίνεται! Και -μην τρομάξεις- δες που γινόταν από πάντα. Στις ίδιες μέρες μας, στις συμπτώσεις σου, στις πτώσεις μου και σε όλα τα γκρι και τα πολύχρωμα. Πόζες, ρούχα, σέλφι, καρδούλες για αλλού, διακοπές, μοναξιές και ικεσίες. Και όλα με φίλτρα. Πολλά φίλτρα, αλλά, πες τώρα, τάχα γιατί? Λες και δεν ξέρεις πως είσαι το νερό μου το βρώμικο, το ζεστό, το σκοτεινό, το διάφανο, το ζέον. Το υδρογόνο2οξυγόνο μου, που δε φιλτράρεται γιατί δε θέλω να, που κάνει το ποτήρι μου μισοάδειο και πιο γεμάτο από ποτέ.

Πολλές θάλασσες και μια λίμνη μετά από τότε, η αγάπη πεθαίνει και το ξέρεις. Για τις θάλασσες δε χρειάζεται κουβέντα, τις όργωσες όλες, τις ήπιες, τις κατούρησες, τις άφησες να μπουν μέσα σου από παντού και να βάλουν μαζί τους μέσα σου και όποιον σου κρατούσε το χέρι. Τις φωτογράφησες, έβγαλες το πάνω του μαγιώ και γύρισες πλάτη ασπρόμαυρη, ακούμπησες στη διπλανή πετσέτα και χαιδεύτηκες, έκλεισες τα μάτια για να δεις τον ήλιο. Τι άλλο θα είχα να σου πω για θάλασσες που δεν το ξέρεις και δεν το έζησες?

Δεν με έστειλε κανείς, μόνος μου ήρθα. Δε θα με διώξει κανείς, θα φύγω. Και φεύγοντας, μαζί μου θα σε πάρω, γιατί χρόνια τώρα βλέπω το ίδιο όνειρο και πρέπει να βρω ένα στρώμα που όταν το ξαπλώσουμε θα σε κάνει και σένα να το δεις και να χαμογελάς στον ύπνο σου και να τρίζουν τα δόντια μας τις ίδιες νότες...μέτζο σοπράνο εσύ, εγώ βαρύτονος. Τραπεζίτες κλαρινέτα και κοπτήρες όμποε, γομφίοι βιολιά και φρονιμίτες πιάνο με ουρά, αγάπη συμφωνική και όνειρα όπερα, σκηνή από άμμο και αυλαία από σύννεφα.

Μη σε νοιάζει που δεν την ακούς από τώρα τη μουσική, είναι μάλλον γιατί δεν θα την ακούσεις και ποτέ. Οι μουσικές δεν είναι για να ακούγονται, αυτά είναι των προηγούμενων ανθρώπων. Οι μουσικές είναι δάχτυλα που σε ανοίγουν, σκουλήκια που σέρνονται κάτω από το δέρμα, υγρά αντιψυκτικά για να μην παγώνει το αίμα τους χειμώνες. Και αν τις νύχτες ιδρώνει η πλάτη σου, αν το στόμα και τα πόδια σου παραμένουν ανοιχτά, και αν το αίμα σου συνεχίζει να είναι ρευστό, χαμογέλα! Η μουσική είναι εδώ και αυτή είναι η μόνη επιλογή.

Γιατί άλλη δεν είχαμε ποτέ, ούτε που ήσουνα μικρή, ούτε και τώρα. Είμαι ξανθός με φακίδες, άγουρος δεκαπεντάχρονος και ναυαγός. Είσαι ένα κορίτσι μόνο, σε ένα νησί με χίλιες θάλασσες και δεν έχεις ρούχα, μόνο κάτι υφάσματα που όταν τα ντύνεσαι σε κάνουν πιο γυμνή. Και δεν υπάρχει γαλάζια λίμνη, ούτε φως φεγγαριού, ούτε αμμουδιές και κοκοφοίνικες. Σε μια στάση λεωφορείου κάθεσαι, φυτεμένη εκεί από άλλο βιβλίο, λάθος του κώδικα. Τα στήθη σου είναι ανοιχτά, τα χείλη σου καμένα από το αλάτι και τα λευκά υφάσματα λερώνονται από τις λάσπες που πατάς. Δεν είναι τίποτε όμορφο, γιατί η καριόλα η αγάπη δεν πεθαίνει και είναι ο λόγος πολύ απλός. Δεν γεννήθηκε ποτέ.-