Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013

ρευστοί εχθροί



Συνενοχή  και απόλυτη αθωότητα,
                  από αυτή που δε χρειάζεται δικαιολογίες
Δύο πρόβατα κατάμαυρα
                                        χορταίνουνε με αλκοόλ και μέλι αντί για χόρτο
                 και απολαμβάνουν να γελάν στα μούτρα των λευκών.
Κεριά και πεταλούδες που τρέφονται με φλόγες ,
                στιγμές που σταματούν το χρόνο και γεμίζουν τα κενά
                     με φυσαλίδες από ιδρώτα και υγρά χαμόγελα.
Δαγκώματα από πείνα
                                                                             που κάθε μπουκιά την κάνει μεγαλύτερη,
                  πόνος γλυκός και παρατεταμένος, λόγια-ανάσες,
  μισά, μα και απολύτως ολοκληρωμένα ,
                          απλώνονται ακανόνιστα σε δρόμους που οδηγούνε στο ξημέρωμα.
                                                                                      Όμορφα, νόστιμα σχεδόν πρωινά,
μυρωδιές που ήταν πάντα εκεί χωρίς να είναι οικείες,
             καταχρήσεις ελάχιστες μπροστά στην ανάγκη για  κατάχρηση
                                                                                                       τη μία, τη σωστή
                                φτερά που βγαίνουνε στους ώμους
                                        δυο δευτερόλεπτα μετά την πτώση στον γκρεμό,
                                      τρία πριν από τη συντριβή στο έδαφος.
                ποu  δεν υπάρχει γιατί απλά δε χρειάζεται,
                             που και να υπήρχε δε θα είχαμε πόδια για να το πατήσουν,
                                 σε αυτή την αιώρηση που κάποτε είναι γήινη και κάποτε όχι.
Ένας  το μέλι και ένας  το αλκοόλ,
                                                                                      ρευστοί  εχθροί
                                                   λύνουνε τις διαφορές τους μπαίνοντας ο ένας μες στον άλλο ,
                                                    μένοντας  έτσι εκεί για όσο μπορούν...
 για όσο υπάρχουν όνειρα που γεννιούνται σε άδειες παραλίες χειμωνιάτικες
και φουσκώνουν  με ρακόμελα
                                  που καινε το μυαλό πριν απ’τη γλώσσα.