Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

ΕΛΣΙΝΚΙ

 

 


Ο ίδιος κάθε βράδυ.

Και όχι απλά ο ίδιος άνθρωπος, με την ίδια ταυτότητα και το ίδιο δαχτυλικό αποτύπωμα. Ο ίδιος ίδιος.

Με τα ίδια ρούχα (γκρι φανελένιο παντελόνι-περίεργα στενό κάτω από το γόνατο, γαλάζιο πουκάμισο, καφέ μποτάκια) τις ίδιες λέξεις, την ίδια μελαγχολία στα μάτια, τον ίδιο φόβο κάθε φορά που κοιτάζει το ρολόι.

Ίδια, στερεότυπη σαν Πάτερημών παραγγελία -καφές σκέτος- με τις ίδιες λέξεις. Στο ίδιο αφόρητα καθαρό τραπέζι, στην ίδια γωνία του ίδιου μπαρ, στην ίδια γειτονιά της ίδιας πόλης, κάθε βράδυ, από τότε λες που ανακαλύφθηκαν τα βράδια σε αυτό το σύμπαν. Χαρούμενο, καταθλιπτικά ευτυχισμένο σπουργιτάκι σε κλουβί φτιαγμένο από τον χρόνο. Σε κλουβί diy φτιαγμένο από χρόνο συμπαγή, καθόλου εύπλαστο, ούτε ελατό ούτε όλκιμο που έλεγε η φυσική του Γυμνασίου, στέρεο και άκαμπτο , μονοκύτταρο σαν αμοιβάδα. Για τέτοιο χρόνο σου μιλάω, χωρίς μόρια και άτομα, χωρίς στιγμές. Μονοσήμαντο και σταθερό σαν εκπαιδευμένο πιτμπουλ-δολοφόνος, δεμένο σε χοντρή αλυσίδα στα χέρια Σοβιετικού πρωταθλητή πάλης.

Καμιά γλύκα που λες ο χρόνος αυτός, τίποτε όμορφο, τίποτε τραγουδιστό ή πολύχρωμο. Κατάλληλος μόνο για κλουβιά, κλουβιά από αυτά της νέας τεχνολογίας, χωρίς πόρτες, με ακριβές ταίστρες και με ρόδες για να μην παίρνει κανείς χαμπάρι πως είναι φυλακισμένος.

Αυτός και η κοπέλα στο bar. Φοιτήτρια Γερμανικής φιλολογίας, όμορφη με εντυπωσιακά απλό τρόπο, γήινη και αιθέρια ανάλογα με το πώς το θέλει, σβέλτη με την καφετιέρα και νωχελική με τους πελάτες. Κορίτσι-γυναίκα, λολίτα με εμπειρία τσατσάς του Μεσοπολέμου, μεγάλα μάτια, λεπτά χέρια, ακατάληπτα τατού, προκλητικά ρούχα κάτω από την ποδιά εργασίας, αθώα χαμόγελα και ένοχες σκέψεις. Είχε δει το κλουβί του από την πρώτη στιγμή που άνοιξε την πόρτα και καθόλου εντύπωση δεν της έκανε γιατί είχε συνηθίσει πλέον τους ανθρώπους που τσουλάνε τα κλουβιά τους από γραφεία σε καφέ και από γυμναστήρια σε εστιατόρια, τους είχε συνηθίσει να λερώνουν με ροδιές το χιόνι αυτής της πόλης κρατώντας πάντοτε τα παπούτσια τους καθαρά και το βλέμμα τους αδιάφορο. Καθόλου εντύπωση λοιπόν: ένας μέσα στους τόσους, εύκολος και προσπελάσιμος σαν αγγελία για μαθήματα πιάνου, στεγνός σαν αποξηραμένος.

312 βράδια έτσι. Με τους ίδιους στίχους και την ίδια χειροπιαστή απόσταση, με την ίδια άοσμη μυρωδιά.

Τη νύχτα 313 ο κόσμος γύρισε ανάποδα. Το κλουβί πύρωσε και έβγαλε νύχια σαν μικρός θρόνος από σπαθιά, το πάτωμα έγινε σκακιέρα και το σπουργίτι έφεξε ροζ και εξωτικό σαν φλαμίνγκο σε περίοδο αναπαραγωγής. Στη γωνία που ήταν το σταντάκι με τα περιοδικά φύτρωσε ένα τζουκ μποξ και οι κόκκοι του καφέ στον μύλο έγιναν πασχαλίτσες –εκατομμύρια – και πέταξαν παντού στο χώρο, κόλλησαν τις μαύρες βούλες τους στα τζάμια και έβαψαν το ταβάνι κόκκινο. Αμαζόνιος στον αρκτικό κύκλο, Ιούλιος τον Οκτώβριο, της πουτάνας παντού και εκείνος στο ίδιο τραπέζι, με τα ίδια ρούχα, με άλλο βλέμμα, με άλλο χαμόγελο, χωρίς ρολόι, και εκείνη χωρίς κάλτσες και με άμμο στα μαλλιά, να μη θυμάται ούτε λέξη γερμανικά και να ψάχνει για ψιλά στην τσέπη από την ποδιά, χωρίς να ξέρει αν τα θέλει για εισιτήριο για το μετρό της επιστροφής-έτσι κι αλλιώς δεν είχε που να επιστρέψει- ή για να παίξει κορώνα γράμματα με τον εαυτό της τα χρόνια που της απομένουν στον πλανήτη αυτό και σε όλους τους άλλους, σε όποιο σύμπαν ή και σε κανένα.

Δεν είχε ψιλά στην τσέπη. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι ο άλλος. Προχώρησε στην άλλη πλευρά του μπαρ, τον κοίταξε, του έβγαλε τη γλώσσα και έδωσε μια σπρωξιά στην ταμειακή. Εκείνη έπεσε σε αργή κίνηση ολοκληρώνοντας 2 περιστροφές γύρω από τον εαυτό της και ένα δευτερόλεπτο πριν ολοκληρώσει το πρόγραμμά της, στο τελευταίο θεαματικό διπλό τόλουπ, μεταμορφώθηκε σε μεξικάνικη πινιάτα. Ύστερα έσκασε στο πάτωμα και γέμισε τον τόπο καραμέλες και κέρματα.

Τώρα της γελούσε από απέναντι. Κανονικό γέλιο, κρατσανιστό. Πέρασε δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξει και άφησε την ποδιά να πέσει στα πόδια της. Σήκωσε πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό, απεγκλωβίστηκε και έκανε 2 βήματα ακόμη. Πέταξε σπιρτόζικα ένα παλιό κέρμα στο τζουκ μποξ . πάτησε το 34, γύρισε και τον πήρε να χορέψουν.

Δεν είχε αυτός ξαναχορέψει –τίποτε και ποτέ. Έσπασαν από το κλουβί οι ρόδες, έπαθε καρκίνο και ο χρόνος-αμοιβάδα και άρχισε να πολλαπλασιάζεται και να κατακερματίζεται και να γεμίζει στιγμές, σηκώθηκε ο φουκαράς και την ακολούθησε σε έναν χορό χωρίς βήματα, για να μην σκοτώσουν καμία πασχαλίτσα πατώντας άτσαλα εδώ κι εκεί. Τίποτε δεν είχε να της πει, του έφτανε που ένιωθε μια αναπνοή σαν τη δική του ίδια.

Του είπε εκείνη:

-εσύ φταις! Δε θα γινόταν κάτι αν έκανες ότι και τα 312 προηγούμενα

-προηγούμενα? Μα.. πρώτη φορά έρχομαι εδώ

-εσύ φταις, ζήτησες ζάχαρη

-…. Ναι. Μ’αρέσει η ζάχαρη.

Δεν είχε ξανακούσει το Ελσίνκι Μοσχολιού,


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου