Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2023

ΕΛΣΙΝΚΙ

 

 


Ο ίδιος κάθε βράδυ.

Και όχι απλά ο ίδιος άνθρωπος, με την ίδια ταυτότητα και το ίδιο δαχτυλικό αποτύπωμα. Ο ίδιος ίδιος.

Με τα ίδια ρούχα (γκρι φανελένιο παντελόνι-περίεργα στενό κάτω από το γόνατο, γαλάζιο πουκάμισο, καφέ μποτάκια) τις ίδιες λέξεις, την ίδια μελαγχολία στα μάτια, τον ίδιο φόβο κάθε φορά που κοιτάζει το ρολόι.

Ίδια, στερεότυπη σαν Πάτερημών παραγγελία -καφές σκέτος- με τις ίδιες λέξεις. Στο ίδιο αφόρητα καθαρό τραπέζι, στην ίδια γωνία του ίδιου μπαρ, στην ίδια γειτονιά της ίδιας πόλης, κάθε βράδυ, από τότε λες που ανακαλύφθηκαν τα βράδια σε αυτό το σύμπαν. Χαρούμενο, καταθλιπτικά ευτυχισμένο σπουργιτάκι σε κλουβί φτιαγμένο από τον χρόνο. Σε κλουβί diy φτιαγμένο από χρόνο συμπαγή, καθόλου εύπλαστο, ούτε ελατό ούτε όλκιμο που έλεγε η φυσική του Γυμνασίου, στέρεο και άκαμπτο , μονοκύτταρο σαν αμοιβάδα. Για τέτοιο χρόνο σου μιλάω, χωρίς μόρια και άτομα, χωρίς στιγμές. Μονοσήμαντο και σταθερό σαν εκπαιδευμένο πιτμπουλ-δολοφόνος, δεμένο σε χοντρή αλυσίδα στα χέρια Σοβιετικού πρωταθλητή πάλης.

Καμιά γλύκα που λες ο χρόνος αυτός, τίποτε όμορφο, τίποτε τραγουδιστό ή πολύχρωμο. Κατάλληλος μόνο για κλουβιά, κλουβιά από αυτά της νέας τεχνολογίας, χωρίς πόρτες, με ακριβές ταίστρες και με ρόδες για να μην παίρνει κανείς χαμπάρι πως είναι φυλακισμένος.

Αυτός και η κοπέλα στο bar. Φοιτήτρια Γερμανικής φιλολογίας, όμορφη με εντυπωσιακά απλό τρόπο, γήινη και αιθέρια ανάλογα με το πώς το θέλει, σβέλτη με την καφετιέρα και νωχελική με τους πελάτες. Κορίτσι-γυναίκα, λολίτα με εμπειρία τσατσάς του Μεσοπολέμου, μεγάλα μάτια, λεπτά χέρια, ακατάληπτα τατού, προκλητικά ρούχα κάτω από την ποδιά εργασίας, αθώα χαμόγελα και ένοχες σκέψεις. Είχε δει το κλουβί του από την πρώτη στιγμή που άνοιξε την πόρτα και καθόλου εντύπωση δεν της έκανε γιατί είχε συνηθίσει πλέον τους ανθρώπους που τσουλάνε τα κλουβιά τους από γραφεία σε καφέ και από γυμναστήρια σε εστιατόρια, τους είχε συνηθίσει να λερώνουν με ροδιές το χιόνι αυτής της πόλης κρατώντας πάντοτε τα παπούτσια τους καθαρά και το βλέμμα τους αδιάφορο. Καθόλου εντύπωση λοιπόν: ένας μέσα στους τόσους, εύκολος και προσπελάσιμος σαν αγγελία για μαθήματα πιάνου, στεγνός σαν αποξηραμένος.

312 βράδια έτσι. Με τους ίδιους στίχους και την ίδια χειροπιαστή απόσταση, με την ίδια άοσμη μυρωδιά.

Τη νύχτα 313 ο κόσμος γύρισε ανάποδα. Το κλουβί πύρωσε και έβγαλε νύχια σαν μικρός θρόνος από σπαθιά, το πάτωμα έγινε σκακιέρα και το σπουργίτι έφεξε ροζ και εξωτικό σαν φλαμίνγκο σε περίοδο αναπαραγωγής. Στη γωνία που ήταν το σταντάκι με τα περιοδικά φύτρωσε ένα τζουκ μποξ και οι κόκκοι του καφέ στον μύλο έγιναν πασχαλίτσες –εκατομμύρια – και πέταξαν παντού στο χώρο, κόλλησαν τις μαύρες βούλες τους στα τζάμια και έβαψαν το ταβάνι κόκκινο. Αμαζόνιος στον αρκτικό κύκλο, Ιούλιος τον Οκτώβριο, της πουτάνας παντού και εκείνος στο ίδιο τραπέζι, με τα ίδια ρούχα, με άλλο βλέμμα, με άλλο χαμόγελο, χωρίς ρολόι, και εκείνη χωρίς κάλτσες και με άμμο στα μαλλιά, να μη θυμάται ούτε λέξη γερμανικά και να ψάχνει για ψιλά στην τσέπη από την ποδιά, χωρίς να ξέρει αν τα θέλει για εισιτήριο για το μετρό της επιστροφής-έτσι κι αλλιώς δεν είχε που να επιστρέψει- ή για να παίξει κορώνα γράμματα με τον εαυτό της τα χρόνια που της απομένουν στον πλανήτη αυτό και σε όλους τους άλλους, σε όποιο σύμπαν ή και σε κανένα.

Δεν είχε ψιλά στην τσέπη. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι ο άλλος. Προχώρησε στην άλλη πλευρά του μπαρ, τον κοίταξε, του έβγαλε τη γλώσσα και έδωσε μια σπρωξιά στην ταμειακή. Εκείνη έπεσε σε αργή κίνηση ολοκληρώνοντας 2 περιστροφές γύρω από τον εαυτό της και ένα δευτερόλεπτο πριν ολοκληρώσει το πρόγραμμά της, στο τελευταίο θεαματικό διπλό τόλουπ, μεταμορφώθηκε σε μεξικάνικη πινιάτα. Ύστερα έσκασε στο πάτωμα και γέμισε τον τόπο καραμέλες και κέρματα.

Τώρα της γελούσε από απέναντι. Κανονικό γέλιο, κρατσανιστό. Πέρασε δίπλα του χωρίς να τον κοιτάξει και άφησε την ποδιά να πέσει στα πόδια της. Σήκωσε πρώτα το δεξί και μετά το αριστερό, απεγκλωβίστηκε και έκανε 2 βήματα ακόμη. Πέταξε σπιρτόζικα ένα παλιό κέρμα στο τζουκ μποξ . πάτησε το 34, γύρισε και τον πήρε να χορέψουν.

Δεν είχε αυτός ξαναχορέψει –τίποτε και ποτέ. Έσπασαν από το κλουβί οι ρόδες, έπαθε καρκίνο και ο χρόνος-αμοιβάδα και άρχισε να πολλαπλασιάζεται και να κατακερματίζεται και να γεμίζει στιγμές, σηκώθηκε ο φουκαράς και την ακολούθησε σε έναν χορό χωρίς βήματα, για να μην σκοτώσουν καμία πασχαλίτσα πατώντας άτσαλα εδώ κι εκεί. Τίποτε δεν είχε να της πει, του έφτανε που ένιωθε μια αναπνοή σαν τη δική του ίδια.

Του είπε εκείνη:

-εσύ φταις! Δε θα γινόταν κάτι αν έκανες ότι και τα 312 προηγούμενα

-προηγούμενα? Μα.. πρώτη φορά έρχομαι εδώ

-εσύ φταις, ζήτησες ζάχαρη

-…. Ναι. Μ’αρέσει η ζάχαρη.

Δεν είχε ξανακούσει το Ελσίνκι Μοσχολιού,


 

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

οι άνθρωποι

 

Σήκω!

Κάνε ότι κάνουν οι άνθρωποι.

Αυτό κάνουν..σηκώνονται. Και προχωρούν.

Κοιτάνε πίσω οι άνθρωποι, οδηγούν βουρκωμένοι, στέκονται σε σταυροδρόμια και ψάχνουν να βρουν φως σε παράθυρα, μετράνε σκιές και φαντάζονται μεταφράσεις.

Φύγε!

Φεύγουν οι άνθρωποι. Για πάντα ή για λίγο μόνο, αλλά πες, τι είναι πιο πάντα από το λίγο? Πονάνε οι άνθρωποι, προδίδουν και προδίδονται, ματώνουν, πεθαίνουνε

Κυλιούνται στην άμμο και μετά την τινάζουν από πάνω τους με μανία, σα να μην την ήθελαν ποτέ. Κολυμπάνε γυμνοί, γιατί το νερό κρύβει καλύτερα από κάθε ύφασμα, πνίγονται και δίνουν το φιλί της ζωής, καίγονται στον ήλιο.

Κι ύστερα γίνονται ένα οι άνθρωποι, σκάβουν ο ένας μέσα στον άλλον, τρώγονται και ξεδιψάνε, κανιβαλίζονται. Κι ύστερα χάνονται οι άνθρωποι και γίνονται ξένοι. Για πάντα.

Πες αλήθεια!

Κι ας λένε ψέματα οι άνθρωποι. Κι ας λένε ψέματα σε όσους αγαπούν, για να μην τους χάσουν..και ας τους χάνουν. Κι ας λένε ψέματα και σε αυτούς που τους αγαπάνε, γιατί καλά να πάθουν που έτσι τους αγαπάνε, με το ψέμα τους.Εσύ μόνο πες αλήθεια.

Ψέματα…δεν αγαπούν οι άνθρωποι. Τα σκυλιά, οι γάτες, ναι. Οι άνθρωποι όχι. Μόνο μιλάνε με τραγούδια, μόνο σιωπούν με κραυγές. Μόνο βγαίνουν τα βράδια ραντεβού λες και θα σωθούν. Και δε σώνονται. Μόνο υπάρχουν, έτσι, για να περνάνε τα χρόνια, για να χάνονται, για να έχουν να λένε «τώρα είναι αργά»

Δεν είναι αργά.Θυμήσου!

Κι ας μην θυμούνται οι άνθρωποι. Κι ας μη θέλουν να θυμηθούν.

Πηγαίνουν διακοπές οι άνθρωποι. Ξαναβρίσκονται και αγκαλιάζονται ξανά. Κοροιδεύουν και κοροιδευονται. Και επιστρέφουν.

Γύρνα .Ή και όχι.

Νομίζουν πως και αύριο θα είσαι εδώ οι άνθρωποι. Σίγουροι πως ο κόσμος δε θα μπορέσει να υπάρξει χωρίς αυτούς. Δίχως να ξέρουν πως τελικά ο κόσμος δεν θα μπορέσει να υπάρξει χωρίς εσένα.

Νομίζουν πως αλλάζουν. Οι άνθρωποι. Και παίρνει χίλιες αλλαγές μέχρι να καταλάβουν πως, όχι, δεν αλλάζουν.

Δεν. Οι άνθρωποι δεν.

…άλλαξε! Δεν έχει αύριο.-

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2022

μάρτη να βάλεις, μη μου καείς.




πως είναι να πεθαίνεις...ε,έτσι

μέχρι να μην πονάει άλλο και μέχρι να νομίζεις πως χαμογελάς, βαφτίζοντας χαμόγελο την ακαμψία στα χείλη

μέχρι να μη νιώθεις,περνώντας για ησυχία το που σταμάτησε το αίμα να κυλάει,μπερδεύοντας τα παγωμένα δάχτυλα με Σεπτεμβριάτικο θαλασσινό νερό

μέχρι να μη βλέπεις,γιατί δεν ανοίγουνε τα βλέφαρα,αλλά βολεύεσαι να λες ότι να –ένα λεπτάκι μόνο- έκλεισα τα μάτια για να ονειρευτώ

αυτό.μέχρι να μην ονειρεύεσαι,γιατί τα όνειρα είναι χαζομάρες για τους ζωντανούς...όπως κι ο έρωτας

ως το σκοτάδι.ως τις νευρικές επαναλήψεις,τις ασυναρτησίες,τις σιωπές και τα κενά

μέχρι το τελευταίο,τάχα ακούσιο χάδι στον αέρα,που νόμιζες πως είναι δάχτυλα

ως και την τελευταία αναπνοή...το όνομα που όλοι άκουσαν ρόγχο

χωρίς ψυχή -η ψυχή του πάρτυ- στο κέντρο μιας παρέας που γαμήθηκε στα γέλια από το πένθος

μέχρι το μόνος

μέχρι την αρχή

πως είναι να γεννιέσαι...ε,έτσι.-


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

κανονικότητα.

Σε λίγο καιρό,οι νοικοκυρές θα μιλάνε για το φαγητό.Για κρεμμύδια και σάλτσες. Στα μπαλκόνια ή στο πεζοδρόμιο, με μια σκούπα στο χέρι, άλλοθι για τα ξένοιαστα πρωινά.

Στο κενό για διαφημίσεις θα χώνονται στο μαγαζάκι του υδραυλικού στη γωνία, έτσι, για δυο στιγμές στρίμωγμα στο καμαράκι με τους χαλκοσωλήνες.

 Όσο προλάβουν, γιατί τα παιδιά σχολάνε στη μία.

 

Τα παιδιά ήπιαν το πρώτο τους τσιγάρο σήμερα (η μεγάλη και χάπια γιατί έχει βουνό μπροστά της με πανελλήνιες και έκτρωση). 

Το αγάπησαν. Πολύ. Σχεδόν όσο σιχαίνονται το ζεστό φαγητό στη μία και τέταρτο. Για να το αντέξουν, πλένουν μετά τα πιάτα -άλλοθι για την αηδία στο βλέμμα- πριν κλειστούν στα δωμάτια για να διαβάσουν σναπτσατ.

Όσο προλάβουν, γιατί ο μπαμπάς σχολάει στις τέσσερις. 

 

Μέχρι τότε -από τις επτά το πρωί- μιλάει για μπάλα και βυζιά, τρέχουν τα σάλια του και βγάζει θορύβους και αναστεναγμούς που κρύβονται από το βουητό του κλιματιστικού. Μηδενικό σαν μέσος όρος. Κι η γραμματέας του το ξέρει, αλλά τι να κάνει, τον ακολουθεί στο κουζινάκι και ακουμπάει τα χέρια στα ντουλάπια, ροζ βερνίκι, άλλοθι αθωότητας.

Ο περαστικός σταματά και χαζολογάει με τον υδραυλικό. Είναι σχεδόν Άνοιξη, επιτρέπεται. Ο υδραυλικός του λέει για τη μαμά και εκείνος του δίνει μια χαιδευτική γροθιά στον ώμο.

 Χωρίς άλλοθι…συνενοχή.

Στις εννιά βλέπουμε όλοι μαζί τηλεόραση. Συνταγές και τσιγαρίσματα, ιστορίες επιβίωσης για να έχουμε να συζητάμε αύριο, ο καθένας στο μπαλκόνι του.Τριξίματα ακούγονται από τους χαλκοσωλήνες. Για λίγο ακόμη το ζεστό νερό θα ρέει μέχρι τον πέμπτο, να ζεσταίνει τις κρεβατοκάμαρες, άλλοθι για το κρύο παντού.

 

Πολλά άλλοθι για κανένα έγκλημα. Για μηδέν νεκρούς.

 

Οι καινούριες μέντες φύτρωσαν, λέω να κάνω μοχίτο και να σ’αγαπάω για πάντα.

 Έυκολο φαίνεται.-

 

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

ίνσταγαμ

 

Το ’15 είχες καθρέφτες. Μέσα τους έβλεπες ποια είσαι, έβλεπες δρόμους και θάλασσες, σημάδια με κόκκινες γραμμές, μισά χαμόγελα. Και δεν μπορώ να βρω έναν πούστη λόγο που δεν έβλεπες εμένα. Ούτε φυσικά κάποιον για να με δεις.

Μούλτιβερς, χρόνοι σπείρες, ευθείες. Και αυτή η αίσθηση ανεκπλήρωτης πληρότητας, που δεν ήμασταν, και πως γίνεται να είναι τα πράγματα ολόκληρα όταν δεν είμαστε…αλλά, να, δες που γίνεται! Και -μην τρομάξεις- δες που γινόταν από πάντα. Στις ίδιες μέρες μας, στις συμπτώσεις σου, στις πτώσεις μου και σε όλα τα γκρι και τα πολύχρωμα. Πόζες, ρούχα, σέλφι, καρδούλες για αλλού, διακοπές, μοναξιές και ικεσίες. Και όλα με φίλτρα. Πολλά φίλτρα, αλλά, πες τώρα, τάχα γιατί? Λες και δεν ξέρεις πως είσαι το νερό μου το βρώμικο, το ζεστό, το σκοτεινό, το διάφανο, το ζέον. Το υδρογόνο2οξυγόνο μου, που δε φιλτράρεται γιατί δε θέλω να, που κάνει το ποτήρι μου μισοάδειο και πιο γεμάτο από ποτέ.

Πολλές θάλασσες και μια λίμνη μετά από τότε, η αγάπη πεθαίνει και το ξέρεις. Για τις θάλασσες δε χρειάζεται κουβέντα, τις όργωσες όλες, τις ήπιες, τις κατούρησες, τις άφησες να μπουν μέσα σου από παντού και να βάλουν μαζί τους μέσα σου και όποιον σου κρατούσε το χέρι. Τις φωτογράφησες, έβγαλες το πάνω του μαγιώ και γύρισες πλάτη ασπρόμαυρη, ακούμπησες στη διπλανή πετσέτα και χαιδεύτηκες, έκλεισες τα μάτια για να δεις τον ήλιο. Τι άλλο θα είχα να σου πω για θάλασσες που δεν το ξέρεις και δεν το έζησες?

Δεν με έστειλε κανείς, μόνος μου ήρθα. Δε θα με διώξει κανείς, θα φύγω. Και φεύγοντας, μαζί μου θα σε πάρω, γιατί χρόνια τώρα βλέπω το ίδιο όνειρο και πρέπει να βρω ένα στρώμα που όταν το ξαπλώσουμε θα σε κάνει και σένα να το δεις και να χαμογελάς στον ύπνο σου και να τρίζουν τα δόντια μας τις ίδιες νότες...μέτζο σοπράνο εσύ, εγώ βαρύτονος. Τραπεζίτες κλαρινέτα και κοπτήρες όμποε, γομφίοι βιολιά και φρονιμίτες πιάνο με ουρά, αγάπη συμφωνική και όνειρα όπερα, σκηνή από άμμο και αυλαία από σύννεφα.

Μη σε νοιάζει που δεν την ακούς από τώρα τη μουσική, είναι μάλλον γιατί δεν θα την ακούσεις και ποτέ. Οι μουσικές δεν είναι για να ακούγονται, αυτά είναι των προηγούμενων ανθρώπων. Οι μουσικές είναι δάχτυλα που σε ανοίγουν, σκουλήκια που σέρνονται κάτω από το δέρμα, υγρά αντιψυκτικά για να μην παγώνει το αίμα τους χειμώνες. Και αν τις νύχτες ιδρώνει η πλάτη σου, αν το στόμα και τα πόδια σου παραμένουν ανοιχτά, και αν το αίμα σου συνεχίζει να είναι ρευστό, χαμογέλα! Η μουσική είναι εδώ και αυτή είναι η μόνη επιλογή.

Γιατί άλλη δεν είχαμε ποτέ, ούτε που ήσουνα μικρή, ούτε και τώρα. Είμαι ξανθός με φακίδες, άγουρος δεκαπεντάχρονος και ναυαγός. Είσαι ένα κορίτσι μόνο, σε ένα νησί με χίλιες θάλασσες και δεν έχεις ρούχα, μόνο κάτι υφάσματα που όταν τα ντύνεσαι σε κάνουν πιο γυμνή. Και δεν υπάρχει γαλάζια λίμνη, ούτε φως φεγγαριού, ούτε αμμουδιές και κοκοφοίνικες. Σε μια στάση λεωφορείου κάθεσαι, φυτεμένη εκεί από άλλο βιβλίο, λάθος του κώδικα. Τα στήθη σου είναι ανοιχτά, τα χείλη σου καμένα από το αλάτι και τα λευκά υφάσματα λερώνονται από τις λάσπες που πατάς. Δεν είναι τίποτε όμορφο, γιατί η καριόλα η αγάπη δεν πεθαίνει και είναι ο λόγος πολύ απλός. Δεν γεννήθηκε ποτέ.-

Τετάρτη 26 Αυγούστου 2020

Να.

 

 

Να ήμουν το αγόρι που του έκλεβες τα μολύβια στη Δευτέρα Δημοτικού

Ο φίλος σου στο κάμπινγκ

Να μην υπήρχαν τότε δονητές, γραβάτες και στενά φορέματα

Να με είχες δει μία φορά σε μια πλατεία

Να τρώγαμε απ’το ίδιο παγωτό και να γυρνούσαμε την πλάτη στα ηλιοβασιλέματα-ότι χρώμα και να είχαν

Να ήταν τα καράβια μας  χάρτινα, από αυτά που δε σε πάνε σε νησιά

Να μην υπήρχε πριν

Να μην ξέραμε πως υπάρχει μετά

Όταν τα δάχτυλά μας ακουμπούσανε, να πέφτανε οι καραμέλες στα τσιμέντα

Και το χαμόγελό σου να μη σήμαινε τίποτε

Να ήμασταν δύο ρε, όχι ένα

Να μη χρειαζόταν να είμαστε ένα

Να περιμέναμε τις Κυριακές να ανοίξει η τηλεόραση

Να μη γυρνούσανε ανάποδα τα να, να γίνουν αν

Βολικά να χωρούσανε στις τσέπες μας, να μη χρειαζόταν να χωράνε στο μυαλό μας

Να ήσουν η φίλη μου απ’τον τέταρτο, απ’το κολυμβητήριο, απ’το σχολείο

Για να μη χρειάζεται κάθε στιγμή να αποδεικνύω ότι έχω αρχίδια

Για να μη σε νοιάζει που δεν έχω

Να ξημερώνανε Δευτέρες να σε δω

Να φεύγαμε χωρίς αντίο, να χωριζόμαστε χωρίς να κοιτάμε πίσω

Να μην κοιτούσαμε μπροστά

Να είχες μεγαλώσει τώρα πια και να βλεπόμασταν τυχαία, μια στο τόσο,στο δρόμο και στις τράπεζες

Να βόλευε.-

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

πασχαλίτσες Οκτωβρίου

να φύγουν οι ξένοι.
να περπατάμε ξανά στη μέση του δρόμου
με σύννεφα και αέρα να δείχνουμε τα δόντια μας

χαμόγελα με δόντια που καθρεφτίζουν αλητεία 

Έλα..να προσποιούμαστε πως κλαίμε 
για τα καλοκαίρια που περάσανε -λες και δεν τα ζήσαμε-

έλα τώρα που φύγανε οι ξένοι
με το κλειδί της νύχτας στην παλάμη σου
και γω με τα στήθη γεμάτα αέρα 
και κρυστάλλους από αλάτι πίσω από τα αυτιά.

Φύγαν οι ξένοι, Έλα!!

να ξαπλώσουμε στην άμμο με τα χειμωνιάτικα
και μες την τόση φασαρία, να είναι ήσυχα.-

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

μία (και) μοναδική* αυτοβιογραφία








Έμαθα  να διαβάζω πριν το νηπιαγωγείο.Στην Πρώτη μελετούσα καθημερινά την «Ακρόπολις» και τον «Ελληνικό Βορά»,στη Δευτέρα είχα τελειώσει με τον Ιούλιο Βερν  και η προπαίδεια δεν ήταν πρόβλημα ποτέ. Η πανθομολογούμενη ευστροφία μου, συνοδευόταν εξ αρχής από μια ευχάριστη προσωπικότητα, μια κοινωνικότητα σαφέστατα πάνω από το μέσο όρο και τις απαραίτητες (και απολύτως δικαιολογημένες) αρχηγικές τάσεις που ευτυχώς δε μείναν ποτέ ανεκπλήρωτες. Και αυτά αφορούν μόνον το πνεύμα, γιατί ως γνήσιος  Έλλην, είχα μια διακεκριμένη παρουσία και στον αθλητισμό, σε μεγάλο εύρος αγωνισμάτων, από βουτιές στο σκάμα,μέχρι μπίλιες και τούμπες με τα bmx.
Αυτή η δαφνοστεφανωμένη είσοδός μου στον κόσμο, δε θα μπορούσε να μην είχε ανάλογη-αν όχι λαμπρότερη- συνέχεια στην εφηβεία. Σε όλα τα προαναφερθέντα, προστέθηκε ένα πολύ καλό χαρτζηλικι, μια απλοχεριά στη δόση της μεσογειακής ομορφιάς που μου αναλογούσε και μια σπάνια δεινότητα στη ρητορική, για οποιοδήποτε θέμα και σε οποιοδήποτε πεδίο, ανεξάρτητα αν υπήρχε ή όχι γνώση για να την υποστηρίξει. Η μίξη των τριών αυτών συστατικών πασπαλισμένη με αρκετό late 80’s glitter και σερβιρισμένη σε κολωνάτο ποτήρι  με μαρασκίνο και ομπρελίτσα,αναδείχθηκε σε δημοφιλέστατο κοκτέιλ στους κύκλους των κορασίδων της εποχής και προσέθεσε ένα ακόμη πολύτιμο πετράδι στο φορτωμένο στέμμα μου. Ναι,στέμμα…γιατί μιλάμε για κανονική διαδοχή,και  ένα σωρό πλεονεκτήματα και προνόμια, από το dna μέχρι τον  ήλιο και από τα φράγκα μεχρι την αρχαιοελληνική κατατομή, περασμένα από πατέρα σε γιο με αυστηρο κληρονομικό δίκαιο.
Κάπου εκεί όπου τα δώρα των προγόνων έφταναν στο peak,είπα να αρχίσω να προσθέτω και γω λαμπρές σελίδες δόξας στο βιβλίο ώστε να αποδείξω ξανά το μεγαλείο. Και φυσικά τα κατάφερα. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία, ποιος θα σταθεί ικανός να με μετρήσει? Πανελλήνιες και Πανεπιστήμιο, με κάτι ψιλοεκκρεμότητες με το πτυχίο ακόμη,πράγμα απολύτως  λογικό αν σκεφτεί κανείς πόσο βαρετά είναι τα αποστειρωμένα αυτά ιδρύματα για ένα πνεύμα γενναίο και μοναδικό σαν αυτό που κουβαλάω. Οικογένεια και Σπίτι..εντάξει, όχι καινούργιο, μια ψιλοανακαίνιση στης γιαγιάς, γιατί και την αρμόζουσα τιμή πρέπει να αποδίδουμε στην ιστορία, και προσοχη να δείχνουμε στην υπερεκτίμηση των υλικών και των ανέσεων. Μακριά από εμάς τους περιούσιους οι νεοπλουτισμοί. Όσο για δουλειά και καριέρα, ε, δε θέλησα να το τραβήξω και πολύ, μετριοπαθής ων, αρκέστηκα σε ένα οκτάωρο πενθήμερο με μίνιμουμ απαιτήσεις.
                Οι επιδόσεις στον αθλητισμό συνέχισαν να εντυπωσιάζουν. Εκτός από το κολύμπι (κυρίως σε beach και pool bars,όχι στη θάλασσα) και το ποδόσφαιρο (champions league και pro evolution), η ενασχόληση με το texas hold’em με απογείωσε. Όχι financially…όχι. Εκεί ομολογώ πως υπήρξαν κάποιες ελεγχόμενες απώλειες που καλύφθηκαν εύκολα με «διευκολύνσεις» από συναδέλφους και την ίδια την επιχείρηση, τις οποίες δε χρειάστηκε να  ζητήσω καν μιας και ήταν τιμή τους μέγιστη που καθόμουν στο ίδιο τραπέζι μαζί τους ή που χρησιμοποιούσα το χώρο τους (εντάξει,και τα λεφτά τους) για να ξεδιπλώσω τις αρετές μου στο bluffing και τη θεωρία των παιγνίων. Η στιγμή της δόξης  ήρθε όταν η επιτροπή  που συστήσαμε με κάτι φίλους από τα διπλανά τραπέζια και τις καθαρίστριες του casino, χρησιμοποιώντας επιστημονικές έρευνες σχετικά με τον εθισμό στο τζόγο και αξιοποιώντας καλλιτεχνικα την έμφυτη κλίση μου στη δημιουργική ασάφεια, κύρηξε οποιαδήποτε απαίτηση τρίτων άκυρη και επονείδιστη και αποκατέστησε την ιστορική αλήθεια. Παγκόσμια  αναγνώριση!!! Τίποτε λιγότερο από ότι θα περίμεναν οι ένδοξοι πρόγονοι,έστω και σε άλλο τομέα.
…και έτσι όπως κάθομαι στην κάσα από τις μπύρες και χαζέυω τη θάλασσα, δε μπορώ να μη χαμογελώ με αυταρέσκεια κάθε φορά που σκέφτομαι τη στιγμή που τους βροντήξαμε την πόρτα στα μούτρα και μείναμε απ’έξω. Μόνοι μας,αλλά τόσο μοναδικοί και υπέροχοι,απαλλαγμένοι από δουλειές και ιδιοκτησίες, αφοσιωμένοι πλέον στα ουσιώδη της ζωής. Περάσαν χρόνια από τότε αλλά ποτέ δεν έπαψα να θαυμάζω τον εαυτό μου κάθε φορά που κοιτιέμαι στον καθρέφτη (γιατί τον καθρέφτη τον κοιτάς,δεν τον βλέπεις), έτσι όπως μοιάζω πλέον του Σωκράτη, με τα μούσια και το μεγάλο μέτωπο, και του Διογένη που ένα πιθάρι ήταν παραπανω από αρκετό. Ούτε και μετανιώνω φυσικά για τίποτε… άλλο αν ξεφεύγει κανένα δάκρυ όποτε ανοίγω φάκελο απ’την Αμερική γεμάτο με πεντοδόλλαρα και φωτογραφίες του παιδιού. Από συγκίνηση και περηφάνεια είναι για αυτά που του ‘χω κληροδοτήσει.-

*γιατί κάθε Έλληνας είναι μοναδικός, ακριβώς όπως πας  μη Έλλην βάρβαρος.

Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

εσύ.-



Ήταν μια θάλασσα και νόμιζε πως ήτανε σταγόνα.
Ξυπνούσε τα βράδια τρομαγμένη απ’την αγάπη  και έκανε χαμόγελα τους τρόμους, 
ανακάθονταν στο κρεβάτι και γεννούσε η πλάτη της κόκκινα ζεστά ποτάμια από ιδρώτα
που κυλούσαν ανάποδα ίσαμε πίσω απ΄το λαιμό,
να ξεδιψάσουν  όποιον δεν ήξερε πόσο διψάει. 
Κι ύστερα, χωρίς να κάνει τίποτα, ακίνητη,μάζευε ότι μαυρίλα υπήρχε στο δωμάτιο 
και αφού την μάσαγε στα πίσω δόντια μυστικά σαν ξόρκι, 
γύριζε πλευρό και έβγαζε ήχους φωτεινούς και ακατάληπτους,ζωντανούς…ολόκληρους.
Σειρήνα που νόμιζε πως δεν ξέρει από τραγούδια… γιατί ήταν τα τραγούδια.
Αυτά που βγαίνουν από βραχνιασμένα ηχεία και πνίγονται στην κάπνα και στη νύχτα,
άλλα πιο πολύ αυτά που παίζει ένα ραδιόφωνο σε ένα αμάξι με ανοιχτό παράθυρο,
μια Άνοιξη  με ήλιο σε ένα χωματόδρομο, 
αυτά που νομίζεις ότι δεν τα ακούς 
αλλά μόλις σταματήσουν χάνεται μαζί και το αμάξι, και ο χωματόδρομος και ο ήλιος.
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως όταν κοιτούσε από το ματάκι της πόρτας  με έβλεπε εκείνη
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως με έπνιγε χωρίς να ξέρει ότι με σώνει
Ήταν μια θάλασσα που νόμιζε πως ήταν, χωρίς καθόλου να περνάει απ’το μυαλό της πόσο είναι