Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

δε νοσταλγώ τίποτα.-


Δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω γιατί σε μισή ώρα πρέπει να βρω τα παιδιά να πάμε για μπάλα στο πάρκο στις γραμμές. Δε γίνεται να μην πάω γιατί η μπάλα είναι δικιά μου, καινούργια αντίντας, και παίζουμε και Τετάρτη-έκτη, και ο χαμένος κερνάει προφιτερόλ στο Κρυστάλ. Την τελευταία φορά βέβαια το ματς δεν τελείωσε γιατί ήρθε ξαφνικά ο Σάκης με καμια δεκαρια ποπαυ να περισσευουν απ΄τις τσεπες και φυγαμε είκοσι ποδήλατα για τις κερασιές του Δένη. Στην επιστροφή προλάβαμε να μπούμε και στην τρύπα στην  Τούμπα, μπας και  πετύχουμε το τεράστιο φίδι με το ανθρώπινο κεφάλι, αλλά το μόνο που βρήκαμε ήταν εκατομμύρια νυχτερίδες και κάτι χρωματιστά ξεφούσκωτα μπαλόνια που είμασταν μικροί για να ξέρουμε τι είναι.
Όχι, δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί νυστάζω. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και όλο το βράδυ χθες στολίζαμε την εκκλησία και κολλούσαμε κεράκια στο περβαζάκι γύρω-γύρω από τους Δώδεκα Αποστόλους, και όταν τελειώσαμε και τα ανάψαμε όλα μαζί κατα τις 4 το πρωί τα κορίτσια μας κοιτάζανε όλο θαυμασμό, που δυστυχώς τελείωσε μόλις μοσχοβόλησε ο αέρας από τα λουκούμια με ινδοκάρυδο που λιώνανε πάνω στα ζεστά κουλούρια του σιδηρόπουλου. Ευτυχώς ο παπα-Δημήτρης πήγε νωρίς για ύπνο και χορτάσαμε παιχνίδι στην αυλή και γέλια και πειράγματα στους μεθυσμένους που περάσανε –όλοι ανεξαιρέτως- να ανάψουνε κεράκι και να κόψουν κίνηση.
Να είσαι σίγουρος πως δε νοσταλγώ τίποτε, γιατί είμαι θυμωμένος. Έξαλλος! Με τους γονείς μας που ήταν αδιάφοροι και περνούσανε τα ανοιξιάτικά τους βράδια με παρέες στη βόλτα και στα πεζοδρόμια, αφήνωντας μας να γυρνάμε μέχρι τα μεσάνυχτα με τα ποδήλατα στον αναβαθμό και τα παλιά τα μνήματα, χωρίς καν να τους νοιάζει για παιδεραστές και εγκληματίες. Που μας επέτρεπαν να παίζουμε κρυφτό στο κεντρικό δρόμο, χωρίς να ελέγξουν αν τα βαρέλια από τα τουρσιά του Κοντογιάννη και οι παλέτες από τα εμπορεύματα του Οικονομίδη είχαν την έγκριση CE  ως ασφαλείς κρυψώνες και δεν είχαν καν προβλέψει να ζητήσουνε διαγράμμιση στις διαβάσεις και σχολικό τροχονόμο. Τόσο αδιάφοροι, που μας βάζανε εφτά-οκτώ σε ένα σαράβαλο –χωρίς ζώνες ,abs, esp και αιρμπαγκς- και μας πηγαίνανε μπουλούκι στη θάλασσα για  μπάνιο. Που μας αφήνανε να καούμε στον ήλιο χωρίς δείκτη προστασίας, να κολυμπήσουμε στη θάλασσα χωρίς ναυαγοσώστη, να κάνουμε διαγωνισμούς για το ποιος θα βγάλει –με γυμνά χέρια- τη μεγαλύτερη μέδουσα στην άμμο, και αντί να μας μαλώνουν και να μας τιμωρήσουν, μας αγοράζανε με τα λεφτά που δεν είχανε και από έναν πύραυλο ΕΒΓΑ, full fat και όχι 0%.
Δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Θέλω να χουζουρέψω. Η εκκλησία δεν έχει μεγάφωνα, άλλα  όλοι ξυπνάνε με τις φωνές του μπαρμπα-Μανώλη,του κυρ-Παναγιώτη και του παππού του Νίκου. Και όλοι λένε καλημέρα. Σε όλους. Πονάν τα γόνατά μου που δεν προλαβαίνουν να ματώνουνε σε χαλικόδρομους, πονάει το κεφάλι μου από τον πετροπόλεμο και έχω και μια μελανιά ψηλά στο μπράτσο. Στεναχωριέμαι γιατί έχω το απόγευμα αγώνα μπάσκετ, ΓΑΣ – Λιτόχωρο, και ο κόουτς Γιώργος είπε πως θα με βάλει πεντάδα. Μέχρι τότε θα πλακωθούμε τρεις-τέσσερεις φορές στις μπουνιές με το Θανασάκη, αλλά μέσα στο ματς θα είναι ο καλύτερος συμπαίκτης, και με τη λήξη θα είμαστε και πάλι φίλοι, ψάχνωντας να βρούμε πως θα γιορτάσουμε τη νίκη.
Λυπάμαι μα δε μπορώ να νοσταλγήσω τίποτε. Είναι Ιούλιος και έχω πυρετό, γιατί έφαγα ιδρωμένος μια κατσαρόλα παγωτό σπιτίσιο, φτιαγμένο απ’τη μαμά και χτυπημένο στον Κατσούρα, αλλά δεν πειράζει γιατί ακόμα και σήμερα, τριάντα χρόνια μετά, τα χέρια μου μοσχοβολάν βανίλια. Ούτε πειράζει που έκλεβα μπίλιες από τον Καράγαλη και τον Παπίδη και μπλέηκ και περιπέτεια από τον μπαρμπα-Δήμο, γιατί και αυτοί το ξέρανε και δε λέγανε τίποτε και μετά περνούσε ο μπαμπάς και τα πλήρωνε. Και καθόλου δε νιώθω ένοχος που καβαλούσαμε παπάκι χωρίς δίπλωμα, ετών δεκατριών, και μέσα από χωράφια και ποτάμια, καλαμιές και χωματόδρομους –ταξίδι ολόκληρο- φτάναμε στην ατλαντίδα ίσα για να ακούσουμε το πρόγραμμα να αρχίζει με Kenny Thomas και thinkinabout your love, και την ψευδαίσθηση πως κάθε γιουγκοσλάβα μας γλυκοκοιτούσε. Δεν πείραζε ούτε αυτό, ούτε που κρυβόμουν στο μπαλκόνι της γιαγιάς και σημάδευα με φυσοκάλαμα τη βόλτα του Σαββάτου, ούτε που έβαζα τα τάλιρα με τον Αριστοτέλη στις γραμμές του τρένου να γίνουνε πλακέ. Είμαι ο τερματοφύλακας-γιατρός και ο Έρικ Καστέλ, ο Γκάλης και ο σούπερ Γκούφη, ο Χιούη ο Λιούη και οι duran-duran , και το ντιβάνι που κοιμάμαι στη βεράντα είναι βάρκα. Αύριο μάλιστα θα πάω τσαπαρί με το Θείο Γιάννη, με τα κουπιά-δεν έχουμε μηχανή-, και βγαίνοντας στο μαγαζί στη θάλασσα, θα μεθύσει ο κόσμος από τη μυρωδιά του τηγανιού της κυρά-Δάφνης  και όλοι θα γελάνε , ο ένας με τα ψέματα του άλλου, και το τραπέζι θα γεμίσει λεβενμπροι και χένιγκερ, και όπως θα φεύγουνε θα θολώσει ο τόπος με καπνό απ’τις φλορέτες και σκόνη από το χαλικόδρομο.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις πως δε νοσταλγώ τίποτε. Δεν προλαβαίνω, γιατί είμαι δώδεκα χρονών, το παρόν είναι μεγάλο, τα χρώματα έντονα, οι μυρωδιές γλυκειές και τα κορίτσια όμορφα. Και μυστηριώδη. Σαν το μέλλον και το δύο χιλιάδες, που είναι μακριά, κρυμμένο στη σκιά από τις λεύκες που οδηγούν στη θάλασσα. Μεγάλος ποδαρόδρομος αλλά και ωραίος, γιατί κρατάω τον γιο μου από το χέρι και  κείνος περπατάει τα βήματά μου.-

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου